Οι γιορτές των Χριστουγέννων στο Οινοχώρι του παρελθόντος
Τσιγαρίθρες, λουκάνικα, μπουμπάρια, χριστόψωμα, μπακλαβάδες, βασιλοκουλούρες και βασιλόπιτες, ανάμεσα σε άλλα λαχταριστά γιορτινά εδέσματα έκαναν μικρούς και μεγάλους να ανυπομονούν μια ολόκληρη χρονιά για τον ερχομό των Χριστουγέννων.
Τις μέρες της νηστείας, η οποία προηγούνταν των γιορτών, και ήσαν πολλές για τους γεροντότερους, το Οινοχώρι μοσχομύριζε από τις πίτες, χορτόπιτες κυρίως. Τα υλικά ολόφρεσκα από το μποστάνι, το κήπο της οικογένειας. Χορτόπιτες με σέσκουλα, κρεμμύδι και ίσως και τυρί ή φτιαγμένες με άγρια χόρτα και αγριόπρασσα και μάραθο. Τα φύλλα μεγάλα και τα άνοιγαν με το μεγάλο πλάστη, πάνω στους σοφράδες, σε χαμηλά τραπεζάκια που είχαν επάνω μια στρογγυλή τάβλα για αυτό το σκοπό. Τις άλλες μέρες του χρόνου, όταν δεν είχε νηστεία, έφτιαχναν τυρόπιτες με πολλά λεπτά φύλλα, γεμιστά ένα – ένα ή μπαμπαλέτσα από τραχανά μουσκεμένο σε κατσικίσιο γάλα, αυγά, τυρί, αλεύρι και λίπος από χοιρινό. Το ταψί ψηνόταν στο τζάκι, πάνω στη σιδεροσιά, ένα στρογγυλό σίδερο, όπου ακουμπούσε το μαγειρικό σκεύος. Μια φορά την εβδομάδα, θα έψηναν και τα καρβέλια του ψωμιού και τότε θα μοσχοβολούσε ο τόπος.
Άλλοτε πάλι, έψηναν στη γάστρα πατάτες, φασόλια, κοτόπουλο με ρύζι, σπανιότερα κλέφτικο (κρέας με πατάτες ή μακαρόνια), ντολμάδες τυλιγμένους με λάχανο, κληματόφυλλα ή κολοκυθιές.
Στο υπόγειο, μέσα σε βαρέλια, φυλάσσονταν το κατσικίσιο τυρί, στην άρμη, μέσα σε τουλούμια. Σε σκεπαστά δοχεία συντηρούνταν και το χοιρινό κρέας, σε κομμάτια καλυμμένα από λίπος, για τις γιορτινές μέρες ή για να φιλέψουν τους καλεσμένους. Το αγόραζαν από συγχωριανούς ή τον χασάπη (τον Πουρνάρα ή τον Μπαρτσόλια). Έτσι, είχαν αποθέματα από τα Χριστούγεννα ως το Πάσχα.
Τα γουρούνια σφάζονταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα – κάθε οικογένεια όφειλε να έχει το σφαχτό της. Του Αγίου Στεφάνου, το κατέβαζαν, έγδερναν το τομάρι για να φτιάξουν τα γουρουνοτσάρουχα - λωρίδες από το δέρμα του ζώου που θα τελούσαν χρέη παπουτσιών- και στη συνέχεια, το τεμάχιζαν. Για το πλύσιμο των εντέρων, η συνηθέστερη επιλογή ήταν το Κεφαλόβρυσο. Οι νοικοκυραίοι βέβαια, χρειαζόταν να έχουν προβλέψει για το γάνωμα των οικιακών σκευών από τον γανωματή. Κομμάτια λίπους του χοιρινού έμπαιναν στο καζάνι που έβραζε για να φτιάξουν τσιγαρίθρες που θα αποθηκεύονταν στα υπόγεια, για την χρονιά. Το παχύ έντερο του γουρουνιού γεμίζονταν με κιμά κομμένο με το μαχαίρι, πράσο και ρύζι για να φτιάξουν τα μπουμπάρια. Τα λουκάνικα– από πράσο και μπαχαρικά – θα τα κρεμούσαν στο ταβάνι να στεγνώσουν με τη ζέστη του τζακιού.
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, γλυκαίνονταν οι χωριανοί με το πατροπαράδοτο μπακλαβά και τους λουκουμάδες. Τα μελομακάρονα άργησαν πολύ να κάνουν την εμφάνισή τους. Τα Χριστούγεννα, η ψυχή ευφραίνονταν και με τους κουραμπιέδες. Οι αυγό κουλούρες – ψωμιά στολισμένα με ένα σταυρό, τριμμένο καρύδι και άλλα περίτεχνα σχέδια – ήταν τα πιο συνηθισμένα δώρα για τα βαφτιστήρια. Η βασιλοκουλούρα περιείχε μαζί με το νόμισμα ένα μικρό κομμάτι από κληματαριά και ένα μικρό στάχυ, ως σύμβολο ευημερίας με τα γεννήματά της γης.
Την Πρωτοχρονιά το πρωί, τα παιδιά πηγαίναν στη βρύση «αμίλητα», να φέρουν καινούργιο νερό. Επιστρέφοντας, το παιδί σταύρωνε την πόρτα του σπιτιού, με ευχές για την «καλή χρονιά». Και ήταν μεγάλη η χαρά και η λαχτάρα για το φίλεμα με μπακλαβά, μπροστά στη ζέστη φωτιά. Μετά, θα πήγαιναν να παίξουν, όλα μαζί ,τους αμάδες: έβαζαν ένα στόχο καταγής και συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο να ξεπεράσει στο σημάδι με πετραδάκια. Απλές χαρές που γέμιζαν τον τόπο με γέλια και χαρά, όπως όταν έλεγαν παρέες παρέες, τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι και φιλεύονταν με καρύδια, αυγά, μήλα η σπανιότερα λίγα κέρματα.
Τα Φώτα, ο παππάς της ενορίας άγιαζε τα νερά. Έτρεχε για να προλάβει να πάει σε όλα τα σπίτια και να ραντίσει με αγιασμό τους νοικοκυραίους. Και στο ταγάρι του, κρεμασμένο στον ώμο, φύλασσε τα κεράσματα, από φασόλια έως γλυκίσματα. Tου Αι’ - Γιαννιού, έκλεινε ο κύκλος των χριστουγεννιάτικων εορτών, συχνά με ξενύχτι, εφόσον κάθε γειτονιά είχε το Γιάννη ή την Γιαννούλα της για να τους ευχηθεί!
Αναμνήσεις από τα παιδιά της Σταύραινας , Αγγελικής Παπαπαναγιώτου, το γένος Πουρνάρα (Βαλσάμω, Γιάννης, Γιούλα).
Μπακλαβάς
Τσιγαρίθρες
Μπουμπάρια
Βασιλοκουλούρα