top photo

ΜΑΣΤΟΡΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΟΙ

ΜΑΣΤΟΡΟΙ  ΤΕΧΝΙΤΕΣ…  &  ΜΑΓΟΙ

                                                                                                                      Του Π. Κ. ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

 

Ας βρεθούμε στα παλιά χρόνια. Πριν από τον Πόλεμο. Κι ας θυμηθούμε τη ζωή του χωριού. Έτσι για να τη μεταδώσουμε στους νεότερους που δεν την έζησαν. Τότε που το χωριό είχε 300 κατοίκους, που καλλιεργούσαν τα κτήματά τους από το σταθμό του Μπράλου ως την «Ψηλή Ράχη». Αχάραγα ξυπνούσαν για να ξεκινήσουν για τις δουλειές. Και το βράδυ νύχτα σχεδόν ξαναγυρνούσαν στο σπίτι. Το αλέτρι όργωνε τη Γη, τα αμπάρια γέμιζαν με δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, βρώμη, όσπρια, οι αχυρώνες με σανά, τριφύλλι κι άχυρα και τα βαρέλια με κοκκινέλι από τ’ αμπέλια του χωριού, ξακουστό κρασί σε όλη την περιοχή ως τον Κονιάκο, το Λεκαδίτι, τη Μουσουνίτσα και τη Χομίριανη.

Από την εκλεκτή ποιότητα και την ποσότητα του κρασιού, άλλαξε το χωριό και τ’ όνομά του. Βαφτίστηκε μέσα στο κρασί! Και το 1928 από Άνω Κάνιανη, έγινε «ΟΙΝΟΧΩΡΙ».

Τα ζωντανά, πρόβατα, γίδια, βόδια, μουλάρια και γαϊδουράκια, ήταν οι απαραίτητοι σύντροφοι και υπηρέτες κάθε οικογένειας, απαραίτητο συμπλήρωμα της αγροτικής ζωής. Η οικονομία του χωριού ήταν αυστηρά κλειστή οικονομία. Κάθε οικογένεια εξοικονομούσε ό,τι χρειαζόταν για όλο το χρόνο από τη Γη και τα ζωντανά. Ό,τι της έλειπε το έβρισκε με ανταλλαγή. Οι πατάτες και τα φασόλια γίνονταν λάδι, ελιές, νήματα, μπογιές. Μετρητά είχαν ελάχιστοι. Μόνο όσοι ήταν μισθωτοί, εργάτες σε ξένα έργα, εποχιακοί γαλατάδες στην Αθήνα ή τη Θεσσαλονίκη, οι τεχνίτες που δούλευαν έξω από το χωριό είχαν χρήματα, καθώς και οι τσοπάνηδες τις εποχές που πουλούσαν τα κτηνοτροφικά προϊόντα τους, αρνιά, κατσίκια, τυρί, βούτυρο, μαλλιά. Οι κτηνοτρόφοι ήταν και οι περισσότεροι. Ως 4.000 γιδοπρόβατα βόσκαγαν στον Κανιανίτικο τόπο. Τα κουδούνια, τα τσοκάνια και τα κύπρια αχολογούσαν στις ρεματιές και στα ρόγγια.

Αυτή όμως η κλειστή οικονομία, απαιτούσε και την ικανοποίηση τόσων άλλων αναγκών εκτός από τη διατροφή. Κάθε σπίτι είχε ανάγκη από ρουχισμό, σκεύη, εργαλεία, αλέτρια, τσαπιά, τσεκούρια, βαρέλια, ποδεσιά, ξυλεία, σαμάρια για τα ζώα, καπιστράνες, μπαλτίμια κι άλλα δερμάτινα είδη, και τόσα άλλα απαραίτητα πράγματα για την καθημερινή ζωή.

Έτσι αναγκάζονταν οι ίδιοι οι κάτοικοι, να κάνουν μόνοι τους, όσες δουλειές μπορούσαν, ανάλογα με τις δυνάμεις τους και την ηλικία τους. Έκοβαν την ξυλεία που χρειάζονταν για τα σπίτια τους, συντροφικά έσκιζαν τα σανίδια και τα πέταβρα, έβγαζαν από την καρδιά της βελανιδιάς τις δόγες για τα βαρέλια, έβαζαν φόλες και μπάλωναν τα παπούτσια τους (αυτά που φόραγαν στις γιορτές και στην Εκκλησία!), έφτιαχναν τα τσαρούχια τους, τα σαμάρια και τα εξαρτήματα της σαγής των ζώων, πετάλωναν τα μουλάρια τους, κι έκαναν όποια άλλη δουλειά περνούσε από το χέρι τους.

Σιγά-σιγά όμως μερικοί εξειδικεύτηκαν σε ορισμένες δουλειές κι άρχισαν επαγγελματικά να εξυπηρετούν τους άλλους. Έτσι έχουμε μικροεπαγγελματίες από μέσα απ’ το χωριό.

Ο  Γύφτο-Χρήστος (Χρήστος Νικολάου) ήταν ο σιδεράς του χωριού. Στο καμίνι του επισκευάζονταν  όλα τα εργαλεία του γεωργού, υνιά, τσαπιά, τσεκούρια. Ο χτύπος του σφυριού του στο αμόνι, ακουγόταν ως πέρα στις ράχες, μαζί με το τραγούδι του. Κάποια μέρα εξαφανίστηκε όμως από το καμίνι του. Άγνωστο πώς και πού. Πολλά ειπώθηκαν.

Ύστερα από χρόνια τον διαδέχθηκε στο εργαστήρι ο γαμπρός του Θεμιστοκλής Αποστολόπουλος. Στο μεσοδιάστημα, σιδεράς στο χωριό ήρθε ο Πολύχρονος από τη Σεγδίτσα. Εγκατέστησε το καμίνι του στο σπίτι των Καλογεραίων κι εμείς χαιρόμασταν να παρακολουθούμε το κατακόκκινο σίδερο, να πλάθεται σιγά-σιγά κάτω από τα χτυπήματα του σφυριού, να γίνεται εργαλείο, που το βούταγε ύστερα στη σκάφη με το νερό για να το βάψει. Κι εμείς φεύγαμε μακριά να φυλαχτούμε από τις σπίθες που πέταγε το λιωμένο μέταλλο και τις πιτσιλιές που πέταγε το νερό όταν ο μάστορας βούταγε μέσα το ζεστό σίδερο. Η χαρά μας ήταν όταν ώρες-ώρες μας άφηνε να τραβάμε το φυσερό, που δυνάμωνε τη φωτιά, που έκαιγε ξυλοκάρβουνα, βγαλμένα από τους ίδιους τους χωριανούς.

Οι μπακάληδες του χωριού ο Γεροθανάσης Πουρνάρας κι ο Γιώργης ο Ρούλιας είχαν απ’ όλα στα μαγαζιά τους. Ήταν… σαν τα σημερινά σούπερ-μάρκετ. Έβρισκες από καραμέλες και ζαχαρένια τσολιαδάκια μέχρι ρετσινόλαδο, τσιρότα κι έμπλαστρα, από ρύζι και μακαρόνια μέχρι καρφοπέταλα, από σαρδέλες μέχρι παραμάνες και κουμπιά, από μπογιές και νήματα μέχρι κιμωλίες και μολυβοκόντυλα. Ό,τι ζητούσες θα το ‘βρισκες. Αν είχες χρήματα πλήρωνες. Αν όχι έπαιρνες βερεσέ, κι ο μπακάλης χρέωνε τη μερίδα σου στο χοντρό βιβλίο που έγραφε τα βερεσέδια. Οι δυο αυτοί μπακάληδες ήταν πάντα και πολιτικοί αντίπαλοι. Καθένας με το δικό του Κόμμα, το δικό του υποψήφιο. Κι όταν γίνονταν εκλογές καθένας τους προσπαθούσε να δώσει στο Κόμμα του τις περισσότερες ψήφους. Στα πολιτικά τρώγονταν όπως γινόταν σ’ όλα τα χωριά.

Ο Γιώργης ο Ρούλιας ήταν εκτός από μπακάλης και μάστορας. Πολυτεχνίτης. Χτίστης, μαραγκός, σοβατζής και μπαλωματής. Δεν ήταν δουλειά που να μην την έκανε. Αρκεί να τον είχες ανάγκη και να τον φώναζες. Ήταν και χωρατατζής, με τα αστεία του και τις διηγήσεις του.

Ραφτάδες ήταν ο Μήτσος Κασβής, τ’ αδέλφια Παναγιώτης και Γιάννης Τσατσαρώνης κι ο Θανάσης Κοτσιμπός. Ο Παναγιώτης Τσατσαρώνης το χειμώνα πήγαινε κι έραβε στις Βρασταμίτες της Λειβαδιάς κι ο αδελφός του Γιάννης πήγαινε στο Χλεμποτσάρι της Θήβας. Την άνοιξη γύριζαν με το «καζάντι» και δούλευαν στο χωριό.

Για τα βαριά  ρούχα όμως, σκουτιά και καπότια, έρχονταν στο χωριό και δούλευαν οι «καποτάδες», Κεφαλάδες το επώνυμο, από την Ορεινή Ναυπακτία. Αυτοί πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι με τη σειρά, έτρωγαν, έπιναν κι έραβαν. Γι’ αυτούς υπάρχουν ένα σωρό ιστορίες κι ανέκδοτα. Ολημερίς όπως δούλευαν, στο μεγάλο χώρο του σπιτιού, μάθαιναν τα πάντα για το χωριό, παρακολουθούσαν τη νοικοκυρά στις δουλειές και τη μαγειρική της, κι ανάλογα κουβέντιαζαν με τους καλφάδες και την παρέα τους.

Χτίστες ήταν ο Γιώργης ο Ρούλιας που αναφέραμε παραπάνω, ο γαμπρός του Κώστας Αποστολόπουλος και τα αδέρφια του Θεμιστοκλής και Γιώργος Αποστολόπουλος (Γεωργελαίοι) και ο Δ. Γιαννούλης (σώγαμπρος στο χωριό). Από τα χέρια τους έχουν περάσει αρκετά χτισίματα σπιτιών και βοηθητικών χώρων. Όμως ολοκληρωμένες οικοδομές κατασκεύαζαν χτίστες Ηπειρώτες που με την παρέα τους (καμιά δεκαριά όλοι μαστόροι και βοηθοί) έχτισαν πολλές οικοδομές στο χωριό. Ένας τέτοιος μάστορας ήταν και ο ΜαστροΣωτήρης που έχτισε με την παρέα του και την «Ευαγγελίστρια» στο Κοτρώνι.

Ο ΜπάρμπαΓιάννης ο Παστέλας (Κοτσιμπός) ήταν ο λατόμος του χωριού. Γκρέμιζε τους βράχους, έσπαγε τις κοτρόνες κι από τα χέρια του βγήκαν όλες οι πέτρες, που χτίστηκαν τα περισσότερα σπίτια και οι εκκλησίες του χωριού. Τα φουρνέλα, η παραμίνα και το βαριό ήταν παιχνίδι γι’ αυτόν. Είχε γκρεμίσει ολόκληρους βράχους για να βγάλει την πέτρα που του παράγγελναν για το χτίσιμο κάποιου σπιτιού. Στο γκρέμισμα του βράχου δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο γι’ αυτόν. Ήταν όμως κι ο μάγος του χωριού. Με τα «ήτια» του, τα φτερά του αητού, το πουκάμισο του φιδιού, τα διάφορα βότανα που γνώριζε και τ’ άλλα μαγικά που έκανε, θεράπευε αρκετές ψυχικές και σωματικές αρρώστιες, τον αβασκασμό, το αμπόδεμα, την αδυναμία, την κρούπα, τα πρηξίματα από τα κεντρίσματα της μέλισσας, της σφήκας και του μπιμπικιού, μάζευε ελατορέτσινο κι έφτιαχνε χάπια κι έμπλαστρα, έφτιαχνε κεραλοιφή κι άλλα μαλαχτικά για τα τραύματα και τις πληγές, μάζευε τσάι από τη Γκιώνα, δυόσμο, χαμομήλι, ρίγανη, μέντα και μολόχα και τα έδινε σε όσους υπέφεραν. Παράλληλα με τα ίδια μαγικά του «ήτια» θεράπευε και τις αρρώστιες των ζώων. Ήταν και χωρατατζής και παίνευε με αλήθειες και ψέματα τον εαυτό του και τα κατορθώματά του. Κι όταν ήταν ανάγκη συμμετείχε στην ομάδα των κυνηγών του κουναβιού κι έβαζε τον καπνό στην κουφάλα που κατέφευγε το φοβισμένο ζώο, για να πεταχτεί έξω και να το σκοτώσουν οι άλλοι με τα τουφέκια τους. Γι’ αυτό ήταν και «Κουναβολόγος».

Όταν οι χωριανοί είχαν ανάγκη, ξύλευαν συντροφιά στο δάσος κι έσκιζαν σανίδια και πέταβρα. Καλοί ξυλοκόποι ήταν ο Αποστόλης Ρούλιας, ο Θανάσης Ι. Ρούλιας (Κόκκαλης) κι ο Κώστας Αποστολόπουλος (Γεωργελοκώστας).

Όταν είχαν ανάγκη από κεραμίδια, δούλευαν στα Κεραμιδαριά του Σκλήθρου, στον Κολλίγα ή στο Θυμιόγιαννο, κι έπαιρναν σε είδος την αμοιβή τους. Κι όταν ήθελαν ασβέστη, άνοιγαν ασβεστοκάμινο κι έπαιρναν το μερίδιό τους σε είδος.

 

(Εφημερίδα Οινοχώρι, Αριθμός Φύλλου 38 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 1992)