top photo

Του Ευαγγελισμού: Σχολική γιορτή με απρόοπτα…

Ήμουνα στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού. Κόντευε του Ευαγγελισμού. Και από μέρες ο δάσκαλος μας είχε μοιράσει τα ποιήματα και τους διαλόγους που θα λέγαμε στη μεγάλη σχολική γιορτή. Η μέρα αυτή ήταν σημαντική για μας. Η χαρά μας και η ανυπομονησία μας για την επιτυχία της απαγγελίας ήταν ξεχωριστή. Δυο φορές το χρόνο, γινόταν η σχολική γιορτή. Του Ευαγγελισμού με περιεχόμενο εθνικοθρησκευτικό και στο τέλος της χρονιάς με ποιήματα και απαγγελίες.


Τη χρονιά αυτή , θα παίζαμε και το δράμα «Αθανάσιος Διάκος». Σε μένα, ο δάσκαλος έδωσε το ρόλο του ήρωα Θανάση Διάκου. Θέλεις γιατί ήμουν καλός μαθητής, θέλεις γιατί ήμουν γιος του δασκάλου, θέλεις γιατί είχε διακρίνει σε μένα υποκριτικές ικανότητες ,ο ρόλος του ήρωα ήταν πάντως για μένα ξεχωριστή τιμή. Κι εκτός απ’αυτά, κρατούσα και μακρινή συγγένεια με τον ήρωα. Η πρόγιαγια μου, Κυριάκω, ήταν από τη Μουσουνίτσα, το γένος Μασαβέτα και ήταν πρώτη ξαδέλφη του Διάκου. Από την άλλη μεριά, ο παππούς της μάνας μου Αναστάσης Χασιακός, ήταν ένα από τα παλληκάρια του Οδυσσέα Ανδρούτσου που κλείστηκαν στο Χάνι της Γραβιάς και αντιστάθηκαν στους Τούρκους. Το όνομά του είναι χαραγμένο στη τιμητική στήλη του μνημείου. Έτσι ήταν πολύ φουσκωμένα τα στήθια μου από τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων μου.[…]


Έφτασε και η μεγάλη μέρα. Η σκηνή είχε στηθεί στο αβέρτο του σχολείου, που ήταν τότε το σπίτι του Τσατσαρονολιά. Ως τότε, για σχολείο χρησιμοποιήταν ο γυναικωνίτης της εκκλησίας, αργότερα το σπίτι του Παπαδοκώστα (του πατέρα μου) και ύστερα το πάνω πάτωμα του Τσατσαρονολιά, ως το 1928, που χτίστηκε το εκκλησιαστικό κτίριο (δημοτικό σχολείο), στην πλατεία του χωριού, που σήμερα χρησιμοποιήται για Πολιτιστικό Κέντρο και Κοινοτικό γραφείο. Στην αριστερή πλευρά της αίθουσας, το απαραίτητο σκηνικό στήθηκε με βελέντζες και σεντόνια και όλα ήταν έτοιμα. Φουστανέλες, φέσια, τσαρούχια, όπλα, παλάσκες και σπαθιά βρέθηκαν για τους μικρούς ηθοποιούς.[…]


Πήγαμε συντεταγμένοι στην εκκλησία. Σταθήκαμε στη γραμμή στις δυο μεριές των ψαλτάδων. Εγώ δίπλα στον πατέρα μου στο δεξιό στασίδι, για να κρατώ το «ίσο», να πω το «Πιστεύω» και το «Πάτερ Υμών», σαν …προνομιούχος. Ο Παπαριστείδης λαμπροφορεμένος, απαράμιλλος λειτουργός, λάμπρυνε τη μεγάλη θρησκευτική γιορτή. Ύστερα από τη δοξολογία, ο δάσκαλος με γλαφυρότητα εκφώνησε τον πανηγυρικό της διπλής γιορτής, του Ευαγγελισμού και της ανάστασης του Γένους. […]


Όταν τελείωσε η λειτουργία και μοιράστηκε το αντίδωρο, όλοι έτρεξαν στο σχολείο για τη σχολική γιορτή. Εμείς οι …ηθοποιοί, φορέσαμε τις φουστανέλλες, ζωστήκαμε τα άρματα, και περιμέναμε τη σειρά μας.


Άρχισαν οι απαγγελίες. Ο Θανάσης με στόμφο απάγγειλε το «Ω λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου !». Ακολούθησε ο Γιώργος με το ηρωικό : «Από κρότον οργάνων βουίζει της Γραβιάς το βουνόν αντίκρυ», δείχνοντας και κοιτάζοντας προς τη Γραβιά. Ο Νίκος με απορία ρωτούσε : «Πώς μας θωρείς ακίνητος Πού τρέχει ο λογισμός σου ; »[…]


Κι ο Ομέρ Βρυώνης πρότεινε :


-Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’αλλάξεις να προσκυνήσεις το τζαμί , την εκκλησιά ν’αφήσεις.


Κι εγώ απάντησα :


-Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε ! Εγώ Γραικός γεννήθηκα, γραικός και θα πεθάνω!


Το δράμα έφτασε στην αποκορύφωση. Ο Ομέρ Βρυώνης έδωσε διαταγή στο Χασάν Αγά να με σουβλίσουν και να με ψήσουν σαν αρνί. Η σούβλα βρέθηκε. Μια ελατίσια στροπίνα σαν λαμπριάτικη σούβλα για κριάρι. Κι ο Χασάν αγάς, ο Γιώργος ο Γιώτας εν προκειμένω, με μια τριχιά, άρχισε να με δένει, στη στροπίνα. Χέρια, πόδια, κορμί σφιχτά σαν να τύλιγε κοκορέτσι. Κι όσο του έλεγα ψιθυριστά : «μη με σφίγγεις τόσο θα σκάσω», τόσο αυτός με έσφιγγε. Τέλος, με βάλανε στην υποθετική φωτιά κι άρχισαν να στριφογυρίζουν τη θεόρατη σούβλα. Και τότε ήταν το αποκορύφωμα της εθνικής έξαρσης. Ο ρόλος είχε μπει μέσα στο πετσί μου. Σαν πραγματικός Διάκος άρχισα να τραγουδώ σε ήχο πλάγιο πρώτο, χωρίς πόνο, αυθόρμητα, το ηρωικό :


«Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει ,τώρα πάνθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι.»


Η βελέντζα έπεσε. Η αυλαία έκλεισε. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα. Κι ύστερα, οι θεατές ξέσπασαν σε ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Εμένα με έλυσε ο Γιώργος και πέρασε πολύ ώρα ώσπου να ξεμουδιάσω. Ο δάσκαλος δέχεται συγχαρητήρια. Τέτοια παράσταση δεν είχε ξαναγίνει στο χωριό.


Γύρισα στο σπίτι με τα στήθια μου φουσκωμένα από περηφάνεια και ενθουσιασμό. Βρήκα τη μάνα μου να κλαίει. Μύρο το δάκρυ της. Με αγκάλιασε :


-Τι σούκαναν παιδάκι μου;


-Θέατρο ήταν μάνα !

Κι εξακολουθούσε να κλαίει. Από συγκίνηση. Από περηφάνεια. Η άδολη ψυχούλα της το ήξερε.

Απόσπασμα από άρθρο Παναγιώτη Κ. Παπαπαναγιώτου, στην εφημερίδα Οινοχώρι, ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ.