
Αλλοτινοί Γάμοι στο Οινοχώρι
Αλλοτινοί Γάμοι στο Οινοχώρι
της Τζούλης Κωνσταντινοπούλου
« Ας πάν´να ιδούν τα μάτια μου
πώς τα περνάει, πώς τα περνάει η αγάπη μου,
μην ηύρε αλλού, μην ηύρε αλλού κι αγάπησε
κι εμένα μ´απαρά, απαράτησε.
Ποιός το ειπε δεν´, ποιος το ειπε δενδρουλάκι μου
δεν σ´αγαπώ, δεν σ´αγαπώ πουλάκι μου
αν τό ειπε ο, αν τό ειπε ο ήλιος να μη, μωρέ να μη βγει
το αστρί να μη, τ´αστρί να μη ξημερωθεί
κι αν το, κι αν τό ειπε το ρηγόπουλο
της μπαρμπαριάς, της μπαρμπαριάς σκλαβόπουλο»,
τραγουδούσαν στο δρόμο, οι συγγενείς του γαμπρού καθώς πήγαιναν να ζητήσουν τη νύφη, στα αρραβωνιάσματα, από το σπίτι της.
Χρόνια πολλά πριν, στο Οινοχώρι του παρελθόντος, αυτό το τραγούδι τραγουδούσε κι ο Παναγιώτης Παπαπαναγιώτου πηγαίνοντας στα Λιμαζέικα με τη συντροφιά του, για να ζητήσει τη Βαγγελή.
(Μαρτυρία Βαλσάμως Μαραβέλη, γεννημένης Παπαπαναγιώτου που τους άκουγε να τραγουδούν χορεύοντας στο δρόμο.)
Κι οι ευχές τους πάντα γεναιόδωρες:
«Σ´αυτό το σπίτι πούρθαμε
πέτρα να μη ραίσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
κέρνα τα παιδιά, μωρ´κέρνα τα παιδιά ,
κέρνα τα παιδιά
γιομάτα τα γιαλιά
κέρνα μας κρασί
να πιω εγώ και συ».
Πλούσια και τα δώρα: κότες, χρήματα, λίρες, κυρίως αρνιά κι άλλα σφαχτά που θα ψηναν στο γλέντι , ένα γλέντι που θα θυμόντουσαν για όλη τη ζωή, συντροφευμένοι από ήχους από ακορντεόν , σαντούρι , κλαρίνα…
Μόλις μερικές δεκαετίες πριν, η προετοιμασία για το γάμο διαρκούσε πάνω από βδομάδα. Στο σπίτι του κοριτσιού πλέναν τα προικιά, όλα τα κορίτσια του χωριού μαζί, μετά τα στοίβαζαν τακτικά κι έφτιαχναν το γιούκο, χορεύοντας και τραγουδώντας.
Δεν παρέλειπαν, φυσικά, να περιδιαβαίνουν από σπίτι σε σπίτι, με ένα μεγάλο μπουκάλι κρασί για να προσκαλέσουν τους χωριανούς στο γάμο και στο γλέντι.
Και τα γλέντια πριν το γάμο δεν ήταν ένα αλλά δυο:
άλλο αυτό του γαμπρού με τους συγγενείς του
κι άλλο αυτό στο σπίτι της νύφης.
Δύσκολος όμως ο αποχαιρετισμός της κοπέλλας από τους δικούς της:
«Μια Παρασκευή κι ένα Σάββατο βράδι
μάνα μ´έδιωχνε από τα γονικά μου
κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα.
Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονώντας
πιάνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι
βρίσκω ένα δεντρί, ψηλό σα κυπαρίσσι.
Μίλα μου δεντρί, μίλα μου κυπαρίσσι…»
(Μου το τραγούδησε με συγκίνηση η θεία Γιούλα Σταθιά , γεννημένη Παπαπαναγιώτου).
Κι η πολυπόθητη στιγμή έφτανε μέρα Κυριακή.
Η νύφη έφτανε στη πεθερά με τα ζώσματα της, τα δώρα της:
μαντήλια, κάλτσες, κουβέρτες, κιλίμια,ντορβάδες, « πράστα»( ταγάρια )…
Ενώ, φθάνοντας στο νέο της σπιτικό πάνω στο μουλάρι, πλάι στο γαμπρό και τη συντροφιά του που τη συνόδευε κι εκείνος με τον δικό του ημίονο, πετούσε στους καλεσμένους μοσχοβολιστά μήλα και κυδώνια με καρφωμένα πάνω τους γαρύφαλλα, για καλοτυχία και γονιμότητα.
Κι η πεθερά όμως φρόντιζε να περιποιηθεί τη νεαρή κοπέλλα ταίζοντας την καρύδια με μέλι.
Τότε έφευγε ο κουμπάρος καθώς περίμενε ένα ιδιαίτερο καινούργιο κάλεσμα για να προσκληθεί στο γλέντι.
Και το γλέντι αρχινούσε ξανά:
«Σ´όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοιο αντρόγυνο δεν είδα,
νάχει η νύφη τέτοια χάρη
κι ο γαμπρός τέτοιο καμάρι
και στης νύφης τη ποδιά
λαλούν αηδόνια και πουλιά
και στης νύφης τη τσεμπέρα
κάθεται μια περιστέρα.
Νύφη μου γυαλί κρουστάλλι
σαν εσένα δεν είν´άλλη.»
Ετσι απλά κυλούσε η ζωή…κι ήταν οι χαρές της γλυκές σαν τα μελωμένα καρύδια της πρώτης μέρας της καινούργιας ζωής…
(Ευχαριστώ τη θεία Βαλσάμω και τη θεία Γιούλα το γένος Παπαπαναγιώτου που μοιράστηκαν με νοσταλγία και αγάπη αναμνήσεις των νεανικών τους χρόνων μαζί μου.)
«Κάτω στα δασανά πλατάνια, στην κρυόβρυση
Διαμαντούλα μ´ στην κρυόβρυση,
κάθονται δυο παναλληκάρια και μια λυγερή
κάθονται και τρων και πίνουν και την ερωτούν:
-Διαμαντούλα μ´ τιν´είσαι τέτοια, τέτοια κίτρινη
μην ο ήλιος σε νε πατάει; μήτε φάντασμα;
-ούτ´ο ήλιος με νε πατάει ούτε φάντασμα,
με πατάει ένα παλληκάρι τα μεσάνυχτα,»
τραγουδούσαν οι κοπέλλες καθώς έπλεναν ρούχα και στρωσίδια -με σαπούνι, πέτρα και στάχτη- μέσα σε καζάνι, δίπλα στα ρέματα, κάπου κάτω απ´το ψηλό Κοτρώνι, στο Οινοχώρι μιας άλλης εποχής.
(Μαρτυρία Γιούλας Σταθιά,γεννημένης Παπαπαναγιώτου)
Ευλαβικά διατηρούν στη μνήμη οι παλαιότεροι τις χαρούμενες στιγμές αλλά και τα παιχνίδια των παιδικών τους χρόνων.
Εκεί, στη Κατέρω, που έπαιζαν τους κλέφτες και τους αστυνόμους, το κρυφτό πίσω από τα μυθικά δέντρα ή πάλι … στο Κεφαλόβρυσο με τα πανύψηλα πλατάνια όπου σκαρφάλωναν παραβγαίνοντας ο ένας τον άλλο… κάτω στα αλώνια μέχρι το νεκροταφείο με τα αυτοσχέδια παιχνίδια της απέριττης ζωής τους.
Επαιρναν το χωμάτινο στενό δρόμο, που ήταν τόσο στενός όσο να περνά ένα φορτωμένο μουλάρι, το δρόμο της ξεγνοιασιάς και της ελευθερίας ,με τα μάτια της παιδικής καρδιάς τους κι όπου τους βγάλει· τα χωράφια ήταν ο μικρός τους Παράδεισος, όπως αυτό που βρίσκεται σήμερα η παιδική χαρά.
Προσφιλή τους παιχνίδια ήταν:
- οι αμάδες και τα πεντόβολα (αν και ιδιαίτερα επικίνδυνο) με τις πλατιές τις πέτρες που έβαζαν σημάδι,
- το τόπι, φτιαγμένο αυτοσχέδια με με μια κάλτσα που ήταν παραγεμισμένη με πανιά,
- ο λύκος και τ´αρνί(« λύκε λύκε είσαι μέσα»),
- «γύρω-γύρω όλοι, στη μέση ο Μανώλης, χέρια πόδια στη γραμμή κι όλοι κάθονται στη γη», τραγουδώντας τα παιδιά σε κύκλο,
- το κουτσό όπου νικούσε εκείνος που θα κατάφερνε να παραμείνει περισσότερο στο ένα πόδι κυνηγώντας τους άλλους,
-«περνά περνά η μέλισσα» και η « τυφλόμυγα για τα κορίτσια που τα έκανε να ξεκαρδίζονται στα γέλια που αντηχούσαν πέρα ως τα ψηλά βουνά.
(μαρτυρία του αείμνηστου πεθερού μου Στρατηγού Ιωάννη Παπαπαναγιώτου)
Κι οι μέρες τους κλείναν με το τραγούδι, όπου αυτή η ατέλειωτη ζωντάνια έβρισκε την έκφραση της .
« Εδώ έχουμε μια λυγερή και την παντρολογούμε
της δίνουμε το βασιλιά, της δίνουμε το Ρήγα:
- Δε θέλω γω το βασιλιά, δε θέλω γω το Ρήγα,
θέλω το παπαδόπουλο πού´ναι το ριζικό μου.
- Καλό είν´το παπαδόπουλο, πολλά προικιά γυρεύει,
γυρεύει αμπέλι ατρύγητο μ´όλους τους τρυγητάδες,
γυρεύει στάρι αθέριστο μ´όλους τους θεριστάδες,
γυρεύει μύλους δώδεκα μ´όλους τους μυλωνάδες.
-Αν τα γυρεύει δώστε τα, καλός είν´και τα παίρνει.»