top photo

Υπό την βασιλικήν δρυν, διήγημα Αλ.Παπαδιαμάντη, 1901.

proedros

Σε ένα από τα πιο όμορφα διηγήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο « Άγιος των γραμμάτων μας», μέσα από μια ιδιάζουσα καθαρεύουσα, συνδέει το βουκολικό στοιχείο με το ανιμιστικό περιβάλλον και το Χριστιανισμό.

Ο ενήλικας αφηγητής -ο ίδιος ο συγγραφέας- περιγράφει την έλξη που ένιωθε για τη μεγαλοπρεπή βασιλική βελανιδιά, τη πρώτη του ερωμένη. Αναπολεί την ημέρα που πηγαίνει μαζί με τους γονείς του , σε ορεινή τοποθεσία , για το πανηγύρι και τη λειτουργία του Μ. Σαββάτου. Πάσχα 186… Μετά τη λειτουργία, ο τότε εντεκάχρονος το σκάει για να βρει τη βελανιδιά μη μπορώντας να αντισταθεί στο ακαταμάχητο κάλεσμα της:

«Οποίον μεγαλείον, η άνασσα του δρυμού, η βασίλισσα της δρόσου», η δρυς η μαγική.

«Από τα φύλλα της εστάλαζε κ΄έρρεεν ολόγυρά της μάννα ζωής. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.»
Αποκαμωμένος αποκοιμιέται στις ρίζες της. Το θρόισμα του αέρα που παίζει στα κλαδιά της, ακούγεται σαν θρησκευτική μουσική και θυμίζει στον αναγνώστη την απόκριση του θεού που έδινε η ιερή βελανιδιά του Μαντείου της Δωδώνης. «Πολύγλωσσος, προσήγορος και ηχούσα μιλούσε με το θρόισμα των φύλλων της» (Ηρόδοτος). Σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, βλέπει το μυθικό δέντρο να μεταμορφώνεται σε γυναίκα που τον προειδοποιεί ότι εκείνη θα χαθεί για πάντα αν ποτέ κοπεί.

Όταν ενήλικας πλέον, ο ξεριζωμένος ντόπιος επιστρέφει στις ρίζες του, το δέντρο της παιδικής του ηλικίας δεν βρίσκεται εκεί.

Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ’ ὅμως ᾐσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον, ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλώνους της τοὺς κραταιοὺς καὶ ἀνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. ῾Εκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλώνους της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια... Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου.

Ἤμουν ἀποσταμένος καὶ δὲν εἶχον κοιμηθῆ καλὰ τὴν νύκτα. ῾Ο ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ’ ἐβαυκάλισε καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας ὡς εἰς περίεργον παιδίον.

Μοῦ ἐφάνη, ὅτι τὸ δένδρον -ἔσῳζον καθ’ ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου- μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα μετ’ ὀλίγον ἐξεκόλλησαν καὶ ἐχωρίσθησαν εἰς δύο˙ ὁ κορμὸς μοῦ ἐφάνη, ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον· οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι τὸ ἄπειρον, εἶτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ’ ἧς ἐγὼ ἐκείμην˙ καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ’ ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω.

Τὸ πόρισμά μου τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθὲν καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο. «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη˙ καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν εἶναι γυναῖκες!»

῞Οταν μετ’ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ, τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Κατ’ ἀρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα· δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά...»

Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα. Ἡ κόρη -ἡ δρῦς- εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγε:

-Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν..., διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ’ ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος· θὰ ζήσω ὅσον αὐτὸ τὸ δένδρον....

Ἐξύπνησα ἔντρομος κι ἔφυγον... Ἦτο ἤδη μεσημβρία καὶ ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει. ῎Εκαιεν ὑψηλά, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τῆς δρυός, ἥτις ἦτο σκιὰ ἀδιαπέραστος... Ἀπὸ τὸν ἀντικρυνὸν λόφον ἤκουσα φωνὴν νὰ μὲ καλῇ ἐξ ὀνόματος.

Ἦτο εἷς μικρὸς βοσκὸς μὲ τὴν κάπαν του, μὲ τὴν στραβολέκαν του καὶ μὲ δέκα αἶγας, τὰς ὁποίας ὡδήγει. Μοῦ ἐφώναξεν, ὅτι ὁ πατήρ μου μὲ ἀνεζήτει ἀνήσυχος καὶ νὰ τρέξω νὰ φθάσω ταχέως ἐκεῖ κάτω...

Δὲν ἐννόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργὸτερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας, ὅτι ἡ Ἁμαδρυὰς συναποθνῄσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη...

Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου κι ἐπεσκέφθην τὰ χωρία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον, ἔνθα ἦτο ποτὲ ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων.

Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας, τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της.
῞Οταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ « Μεγάλο Δένδρο », τὸ ὁποῖον ἦτο ἕναν καιρὸ ἐκεῖ, μοῦ ἀπήντησεν:

- Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργέντης τὸ ἔκοψε... μὰ κι ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ τσεκούρι του˙ ὅλα θεόρατα δένδρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα. Σὰν τόκοψε κι ὕστερα, δὲν εἶδε προκοπή. Ἀρρώστησε καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε... Τὸ Μεγάλο Δένδρο ἦταν στοιχειωμένο.

Στο ψυχισμό του «κοσμοκαλόγερου» των γραμμάτων μας, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη οι δυο οπτικές του κόσμου-ο παγανισμός και ο Χριστιανισμός- είναι άρρηκτα δεμένες. Στο διήγημα του αυτό, το δέντρο γίνεται φορέας παράδοσης και διαιώνισης του θρύλου, σύμφωνα με τον οποίο όποιος έκοβε μια δρυ σκότωνε και τη Νύμφη που γεννιόταν μαζί του και επέσυρε τη τιμωρία των θεών. Πάνω απ΄ όλα όμως, η δρυς γίνεται σύμβολο της ιστορικής συνέχειας, επιζώντας μεγαλοπρεπώς πολλών ανθρώπινων γενεών.