top photo

«Η σφαγή της Χίου» του Eugene Delacroix (1798 – 1863)

proedros

Ο ζωγράφος θεωρείται ο σπουδαιότερος εκφραστής του Γαλλικού ρομαντισμού στη ζωγραφική.  Ο πίνακας του η σφαγή της Χίου βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, ενώ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην έκθεση (Salon) του Παρισιού (1824).

 

Στις 7 Ιουνίου 1822, οι Οθωμανοί σφαγίασαν χιλιάδες Έλληνες και γυναικόπαιδα της Χίου για παραδειγματισμό, ως αντίποινα για την απόπειρα εξέγερσης που είχε προηγηθεί. Η Χίος ήταν ανάμεσα στα λιγοστά νησιά που απολάμβαναν προνομίων από τον σουλτάνο, λόγω της παραγωγής μαστίχας. Και αυτό διότι τα Μαστιχοχώρια προμήθευαν με μαστίχα τα χαρέμια της Κωνσταντινούπολης και όχι μόνο. 

 

Ο πίνακας απεικονίζει την βαρβαρότητα της σφαγής.  Αναπαριστά αρπαγές Ελληνίδων που οδηγούνται στην ατίμωση και τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής (κυρίως στην Τυνησία και τα χαρέμια της Κωνσταντινούπολης).  Υποδηλώνει βιασμούς και εκτελέσεις.  Συγκεκριμένα, σε πρώτο πλάνο, παρατηρούμε μία ηλικιωμένη γυναίκα αποκαμωμένη, διπλά της μια νεκρή γυμνόστηθη γυναίκα που θήλαζε το μωρό της, δύο αγκαλιασμένα παιδιά.  Στο κέντρο, ένα σφιχταγκαλιασμένο ζευγάρι που θρηνεί.  Δεξιά, βρίσκεται ένας έφιππος οθωμανός πολεμιστής, που με το βλέμμα του κατακτητή σέρνει μία μισόγυμνη γυναίκα δεμένη στο άλογό του.  Στο βάθος, αχνοφαίνονται οι ομαδικές σφαγές και ο καπνός από τις φλόγες των σπιτιών.

 

Η βαθιά εντύπωση που δημιουργεί ο πίνακας γίνεται ακόμα πιο έντονη από τα ψυχρά γκρίζα και λευκά χρώματα, από την εγκατάλειψη και τη δυστυχία που αποπνέουν οι μορφές, τα ματωμένα ρούχα και τη θεατρικότητα του σκηνικού. Η λυρική έκφραση των συναισθημάτων, εμπνευσμένη από την ανάγνωση των ποιημάτων του Λόρδου Byron, βρίσκει τη καλύτερη ρομαντική της έκφραση.

 

Επιδίωξη του ζωγράφου είναι η ευαισθητοποίηση και η παρακίνηση του Δυτικού κόσμου να συντρέξει σε βοήθεια των αδικημένων χριστιανών που υποφέρουν από τον Οθωμανικό ζυγό. Και τα καταφέρνει : Οι Γάλλοι ταυτίστηκαν με τον Ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία και το φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη ενισχύθηκε σημαντικά.  Ο δε πίνακας βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο και αγοράστηκε από το Γαλλικό κράτος.