top photo

Κλέφτες και Αρματολοί

proedros

 

Στις αρχές του 18ου αιώνα, ως συνέπεια των ληστρικών επιθέσεων, είχε γεννηθεί το σώμα των Αρματολών, που άνθισε σε ορεινές κυρίως περιοχές  Στερεά Ελλάδα, Ήπειρο, Θεσσαλία, Δ. Μακεδονία ,ως ένα είδος πολιτοφυλακής.  Έτσι, μεγάλες οικογένειες αρματολών απέκτησαν σταδιακά μεγάλη εξουσία ενώ παράλληλα απολάμβαναν μοναδικά προνόμια, όπως φοροαπαλλαγές και εξαίρεση των παιδιών τους από το παιδομάζωμα. Σιγά σιγά δε, νέες οικογένειες αρματολών αντικαθιστούσαν τις παλιές.  Ανάμεσά τους, ο Ανδρούτσος και ο Ίσκος.  Πολλοί από αυτούς κατέφυγαν στα Επτάνησα, όπως ο Θ. Κολοκοτρώνης η έγιναν  μέλη της Φιλικής  Εταιρείας.  Αρχικά (15ος – 17ος αιώνας), οι Αρματολοί αναφέρονται ως επικουρικά στρατεύματα των Τούρκων, από ντόπιους.  Στις αρχές του 18ου όμως εντάσσονται στον αγώνα για ελευθερία.  Τότε, τα αρματολίκια δίνονται στους Αλβανούς που έχουν εξισλαμιστεί.

Όταν οι Αρματολοί, διωκόμενοι επέστρεφαν στην αρχική τους κατάσταση της εχθρότητας με τους Τούρκους, τότε μετονομάζονταν πάλι σε Κλέφτες.  Κάθε ομάδα κλεφτών αριθμούσε γύρω στα 50 παληκάρια, με αρχηγό τον Καπετάνιο και υπαρχηγό το πρωτοπαλίκαρό του.  Είχαν και ψυχογιούς, δηλαδή ανήλικα κλεφτόπουλα.  Η τακτική τους ήταν η ενέδρα και ο αιφνιδιασμός, ο κλεφτοπόλεμος, που ευνοούνταν από το ορεινό έδαφος.  Η άμυνα στηριζόταν συνήθως στα ταμπούρια, φυσικά οχυρώματα.  Κοιμόνταν στην ύπαιθρο, πάνω σε κλαδιά και ζούσαν από λεηλασίες, μακριά από την οικογένεια και φίλους, φιλώντας «καραούλια», δηλαδή σκοπιά.  Κάθε ομάδα είχε το δικό της λημέρι, δηλαδή μία περιοχή όπου έδρευε, σε μέρος δύσβατο, σε χαράδρες ή βουνοκορφές.  Απομονωμένοι σε μέρη αγώνα, οι κλέφτες ήταν υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε λεηλασίες, συνήθως Τούρκων.  Άλλοτε έκλεβαν κοπάδια κάποιου πασά, άλλοτε απήγαγαν ένα μπέη, έναν αγά για λύτρα, άλλοτε απήγαγαν καλόγερους.  Έβγαιναν από το λημέρι την νύχτα, και διάλεγαν νύχτες σκοτεινές για να μην γίνονται αντιληπτοί.  Πολεμούσαν σκόρπια, ένας ένας.  Κρύβονταν πίσω από δέντρα, βράχια, μπρούμητα στο χώμα.  Εξασκούνταν στο τουφέκι και στο άλμα.  Άντεχαν τη πείνα, τη δίψα, την αγρύπνια, ικανοί να πολεμούν για τρία ολόκληρα μερόνυχτα χωρίς ύπνο.  Προτιμούσαν να τους κόψουν το κεφάλι παρά να συλληφθούν ζωντανοί και να υποφέρουν τα φριχτά βασανιστήρια.  Σεβόντουσαν πάντα τις γυναίκες που απήγαγαν (γυναίκες ή κόρες κάποιου αγά, μπέη ή προεστού), όσο περίμεναν τα λύτρα της εξαγοράς.  Σεβόντουσαν και τα ιερά λείψανα, τις εκκλησίες τις οποίες θεωρούσαν ιερές.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο περίφημος Καπετάνιος Βλαχάβας, που στα εβδομήντα έξι του χρόνια, ξεκίνησε πεζός για την Ιερουσαλήμ με το μουσκέτο στη πλάτη και το πρωτοπαλίκαρό του, για να αφήσει την τελευταίας του πνοή στους Άγιους Τόπους.  Μεγάλη ήταν και η αφοσίωσή τους στη φιλία.  Το χειμώνα, οι κλέφτες άφηναν τα βουνά και κρύβονταν στα ηπειρωτικά, στο σπίτι κάποιου φίλου ή συγγενή.  Οι περισσότεροι επέλεγαν τα ασφαλή ιόνια νησιά, λόγω της κυριαρχίας των Βενετών. 

Οι Κλέφτες και οι Αρματολοί με τα κατορθώματά τους, κρατούσαν ζωντανή την ελπίδα για την ανάσταση του Γένους.  Υπήρξαν η μαγιά για τον αγώνα της ελευθερίας.  Γι’ αυτό και ο λαός τραγούδησε τη ζωή και την παλληκαριά τους, εκφράζοντας έτσι τον θαυμασμό του.