top photo

«Θαυμάζω τες γυναίκες μας…»

proedros

«Θαυμάζω τες γυναίκες μας…»

 

«Ψυχή μεγάλη και γλυκειά, μετά χαράς στο λέω :

Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ ονομά τους μνέω»

                                                            Διονύσιος Σολωμός

 

Στο πάνθεο των αγωνιστριών ανήκουν οι επώνυμες  και οι ανώνυμες Ελληνίδες οι οποίες έδρασαν στο περιθώριο της ιστορίας.  Ηρωικές μορφές και θύματα.  Απεικονίζονται ως καταρρακωμένες μάνες  να βαστούν τα νεκρά παιδιά τους, να αγκαλιάζουν θανάσιμα πληγωμένους πολεμιστές, να προσεύχονται στην Παναγία για την ανάσταση της πατρίδας.

Η επίσημη ιστοριογραφία φαίνεται να τις ξεχνά και να τις αδικεί, ωστόσο, η δημοτική ποίηση εξύμνησε τη φιλοπατρία, την αγωνιστικότητα, τον ηρωισμό τους στο πεδίο της μάχης και αυτόν της ανιδιοτελούς μάνας και συζύγου.

Ο χορός του Ζαλόγγου (παραμονές Χριστουγέννων 1803) αποτελεί σύμβολο για την γυναίκα που προτιμά τον θάνατο από την ατίμωση. 

«Στη στεριά δεν ζει το ψάρι

ούτ’ ανθός στην αμμουδιά

και οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε

μεσ’ την μαύρη την σκλαβιά», τραγουδά η λαϊκή μούσα.

Βλέποντας ένα σώμα Αλβανών να αποδεκατίζει τους άνδρες τους, οι γυναίκες αρπάζουν τα παιδιά στην αγκαλιά και σέρνοντας το χορό, μια μια   χάνονται στα βάθη του γκρεμού.  Στην ανδροκρατική κοινωνία του Σουλίου, όπου η γυναίκα δεν ήταν ίση με τον άνδρα, αυτές γυμνάζονταν στα όπλα.  Σε πείσμα των καιρών, οι θρυλικές πρωτοβουλίες των Σουλιωτισσών στις μάχες ενάντια στον Αλή Πασά, αναδεικνύονται ως δείγματα σπάνιας τόλμης.  Λαμπρό παράδειγμα η Μόσχω, η γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα που οδήγησε 300 γυναίκες σε ένοπλη επίθεση εναντίον τριών χιλιάδων Τουρκαλβανών.  Η Χάιδω που μετέφερε πολεμοφόδια στο Κούγγι ή οι Σουλιώτισσες που έπεσαν στο Ζάλογγο.  Κι όμως, το βαφτιστικό τους όνομα σχεδόν χάνονταν, αντλώντας υπόσταση από το ανδρωνυμικό τους : Μάρκαινα η γυναίκα του Μάρκου Μπότσαρη,  Γεωργάκαινα η γυναίκα του Γιώργου Τζαβέλα.  Έτσι έχουν καταγραφεί σε έγγαρφο του 1827, οι χήρες των αγωνιστών

«Ωρε κορίτσια από τα Γιάννενα, γριά Τζαβέλαινα,

νυφάδες από το Σούλι, αχ τα μαύρα να παιδιά μ΄φορέσετε.

Αχ τα μαύρα να φορέσετε, γρια Τζαβέλαινα

Στα μαύρα να ντυθείτε, το Σούλι θα – παιδιά μ- χαρατσωθεί.

Αχ το Σούλι θα χαρατσωθεί, γριά Τζαβέλαινα,

Χαράτσι θα πληρώσει, Τζαβέλαινα – παιδιά μ’ – σαν τ’ άκουσε.

Τζαβέλαινα σαν τ΄άκουσε, γριά Τζαβέλαινα,

Βαριά της κακοφάνη, ωρε πιάνει και ζώνει τ’ άρματα»

 

Οι Μεσολογγίτισες :

«Κουκουλωμένες με την μαντίλα στο κεφάλι, πηγαίνουν πίσω από τις ντάπιες και μαζεύουν τα βόλια του εχθρού και τα δίνουν στην επιτροπή να τα ξαναχύσει.  Κουβαλάνε ξύλα και χώμα […] παρηγοράνε τους λαβωμένους, μοιρολογάνε τους σκοτωμένους και κάνουν ό,τι μπορούν για τους αγωνιστές μέσα στην μαύρη φτώχεια που τους δέρνει»  γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στο «Μεσολλόγι» του.

Οι Μεσολογγίτες είχαν πάρει απόφαση να σκοτώσουν όλες τις γυναίκες και τα παιδιά για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων, απόφαση που ανακλήθηκε με παρέμβαση του Μητροπολίτη Ιωσήφ.  Λίγο πριν (1824), ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνα παίρνει διαστάσεις στην Ευρώπη.  Το Μεσολόγγι γίνεται σύμβολο. Ο Διονύσιος Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του της αποτυπώνει ποιητικά με απαράμιλλη τέχνη :

‘Ιδου, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά, αυτές είναι μεγαλόψυχες και λένε ότι μαθαίνουν από μάς.  Δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για την δόξα και για την ευτυχία.  Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερη ώρα».

Οι Μεσολογγίτισσες βοήθησαν με κάθε τρόπο : στην μεταφορά υλικών για τα οχυρωματικά έργα, στη περίθαλψη τραυματιών.  Κατά την ηρωική έξοδο, πολλές ντύθηκαν με αντρικά ρούχα, προτιμώντας να φονευθούν από τους Τούρκους ως άνδρες πολεμιστές, κρατώντας στο ένα χέρι το σπαθί και στο άλλο το μωρό τους.  Ενώ οι άοπλες μπήκαν στο κέντρο της φάλαγγας μαζί με τα παιδιά τους.  Η τύχη τους ήταν φριχτή : σφαγιάστηκαν, αυτοκτόνησαν ή αιχμαλωτίστηκαν.  Οι βίαιες αρπαγές τους, ο εξευτελισμός αυτών που πουλήθηκαν ως αιχμάλωτες στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής συγκίνησαν την Ευρώπη.

Στη φοβερή σφαγή της Χίου (1822), οι αιχμάλωτες γυναίκες δεν δέχονταν τροφή, ώστε πεθαίνοντας από πείνα να μην εξευτελιστούν στα σκλαβοπάζαρα.  Θυσιάζονταν συχνά, προάγοντας την ανδρεία από το συναίσθημα,  όπως η Αγγελική Τσάκαλη που χώρισε τον άντρα της διότι αυτός δείλιασε και το έσκασε από το πυρπολικό του Κανάρη.  Χιλιάδες αιχμάλωτες της Χίου, του Μεσολογγίου και της Πελοποννήσου συγκίνησαν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη της Ευρώπης και μετά την ναυμαχία του Ναυαρίνου, κατεβλήθησαν προσπάθειες να εξαγοραστούν, ιδιαίτερα από πλούσιους Έλληνες εμπόρους και Ευρωπαίους φιλανθρώπους. 

Ο Μακρυγιάννης, ο Καραισκάκης, ο Κολοκοτρώνης έγραψαν οι ίδιοι για τον εαυτό  τους στα απομνημονεύματα τους.  Πόσες όμως από εκείνες τις πολύπτυχες και θαυμαστές γυναίκες ήξεραν να γράφουν για να μας φανερώσουν τον δικό τους κόσμο στο περιθώριο της ιστορίας ; 

 

Αναγνώσματα:

 

Νουβέλες του Γιάννη Βλαχογιάννη, «Μεγάλα Χρόνια», 1930. 

Σχόλια

Η έξοδο Σε ένα σύντομο πεζογράφημα περιγράφεται ποιητικά η έξοδος του Μεσολογγίου.  Δύο αδύναμα πλάσματα κάνουν και αυτά την έξοδο τους μαζί με χιλιάδες γυναικόπαιδα που χάθηκαν ή πωλήθηκαν στα παζάρια της ανατολής.  Η  Μεσολογγίτισσα Γυφτογιάννη, από τις λίγες που επέζησαν, ζήτησε να ταφεί με την φορεσιά παλικαριού με την οποία αγωνίστηκε.

Το σκλαβόπουλο Πολλά από τα  σκλαβωμένα παιδιά του Μεσολογγίου, φρόντισε ο κυβερνήτης Καποδίστριας με πολλά χρήματα και τα ελευθέρωσε από τα σκλαβοπάζαρα. 

 

Φωτογραφίες

  1. Η αυτοθυσία της μάνας, Emile de Lansac, Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης Μεσολογγίου.
  2. Η Ελλάδα στα ερείπια του Μεσολογγίου, E. Delacroix.
  3. Βίαιη αρπαγή Ελληνίδας Louise Vallot, Ίδρυμα Θεοχαράκη.
  4. Ο χορός του Ζαλόγγου
  5. Ελληνίδες που προσεύχονται στην Παναγία, Ary Scheffer.