top photo

Η Γενιά του Τριάντα: Συγγραφείς με έντονη τη συνείδηση της ιστορικής τους αποστολής και πίστης στον άνθρωπο

proedros

Αναφερόμενοι στη γενιά του ’30, εννοούμε στη λογοτεχνία γενικά, τους νέους συγγραφείς που έκαναν την εμφάνισή τους στη δεκαετία του 1930-1940 και συνεργάστηκαν στο περιοδικό «Νέα Γράμματα». Το δοκίμιο «Ελεύθερο Πνεύμα» του Γιώργου Θεοτοκά θεωρείται από αρκετούς ως μανιφέστο της γενιάς αυτής. Οι συγγραφείς αναλαμβάνουν το καθήκον να μετατρέψουν την «άρνηση» της περασμένης δεκαετίας σε «κατάφαση» και λένε ναι στη ζωή. Είναι νέοι, στη δεκαετία αυτή, με πρωτοποριακές φιλοδοξίες και αποβλέπουν σε νέα θέματα, από τα βιώματά τους.

«Αυτή η γενιά αναζήτησε με επιμονή την καταγωγή, τις ρίζες τις ελληνικές, για να προβάλλει τις αξίες τους και να στηριχθεί απάνω τους: αγάπησε το Σολωμό, τον Κάλβο, τον Ερωτόκριτο, [...] το δημοτικό τραγούδι, τη βυζαντινή ζωγραφική, τη λαϊκή αρχιτεκτονική», γράφει ο Ηλίας Βενέζης στο ΒΗΜΑ (12/3/1963).

 

 

Γεώργιος Σεφέρης (Σμύρνη 13 Μαρτίου 1900-Αθήνα 1971)

Γεννημένος στη Σμύρνη, Ο Γιώργος Σεφεριάδης καταφεύγει στην Ελλάδα με την οικογένειά του, τον Αύγουστο του 1914.

Ο δεκατετράχρονος έφηβος αφήνει πίσω του την αγαπημένη πόλη του και τη Σκάλα των Βουρλών όπου παραθέριζε στο σπίτι του παππού του. Αργότερα, εν όψει της τοποθέτησης του ως διπλωμάτης, στο Προξενείο της Σμύρνης θα γράψει με συγκίνηση :

Ημερολόγιο Καταστρώματος, Α’ (συλλογή)
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.

Γυρεύω τον παλιό μου κήπο,
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

Ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Αθήνα και σπουδάζει Νομικά στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης όπου παρουσιάζει και τη διδακτορική του διατριβή. Στο Παρίσι, διαμορφώνει την ποιητική του φυσιογνωμία , με το κίνημα του μοντερνισμού να ακμάζει. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ακολουθεί μία λαμπρή καριέρα στο διπλωματικό σώμα έως το 1962, όταν συνταξιοδοτείται, ως πρεσβευτής της Ελλάδας στη Μεγάλη Βρετανία.

Στα ελληνικά γράμματα, κάνει την εμφάνιση του με ποιητική συλλογή Στροφή (1931), σημαίνοντας μία καινούργια εποχή στην ποίηση. Καθιερώνεται όμως με τη συλλογή «Μυθιστόρημα», το 1935. Εδώ, εκφράζει το «καημό της Ρωμιοσύνης» και το πόνο για όσα δεινά ταλανίζουν την πατρίδα. Η συντριβή στη Μικρά Ασία δημιούργησε το έντονο συναίσθημα της οριστικής απώλειας της ιδιαίτερης πατρίδας μαζί με τους μύθους, την αρχαιότητα, τις παιδικές του αναμνήσεις. Η καθημερινή ομιλία μετουσιώνεται σε ποιητικό λόγο που χαρακτηρίζεται από απλότητα:

«Δε θέλω τίποτα άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη»

Μιλά για «σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τελείωσαν», έχοντας στο νου την απώλεια τη Ιωνικής γης. 24 ενότητες παραπέμπουν στις 24 Ομηρικές ραψωδίες και συνθέτουν μία άλλη όψη του «πανάρχαιου δράματος» . Ο Σεφέρης αγωνιά να επανακτήσει το παρελθόν. Τα αισθήματα όμως απολιθώνονται. Έτσι προσπαθεί να καταλάβει το μόνο πράγμα που τον συνδέει με αυτό: τις πέτρες και τα αγάλματα. «Τα ομηρικά ακρογιάλια και οι φίλοι που έφυγαν αφήνουν στο ποιητή έναν απέραντο καημό.» (Beaton).

«Μυθιστόρημα» (συλλογή)

Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ ’άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ ’αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ ‘άσπιλα φτερά των κύκνων που μας πλήγωναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας που δε μπορούσε να ξεψυχήσει.

«Το γεγονός που μ’ επηρέασε το περισσότερο απ’ όλα τα άλλα, είναι η Μικρασιατική Καταστροφή» , γράφει στον Τίμο Μαλάμο.

«Μυθιστόρημα»

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί του αγώνες και δεν ξέρω που να τ’ ακουμπήσω.
Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τα μάτια· μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.

Δεν έχω άλλη δύναμη.

Παράλληλα με τη ποίηση, καταπιάνεται με το δοκιμιακό λόγο – οι «Δοκιμές» του ανέδειξαν με θέρμη ελληνικές μορφές ως τότε παραγνωρισμένες (Θεόφιλος, Μακρυγιάννης) – και μεταφράσεις του έργου του Αμερικανού Τ. Σ. Έλιοτ.

Το «υπέροχο λυρικό του ύφος, εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», σύμφωνα με τη Σουηδική Ακαδημία, οδηγεί στη βράβευση του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963).

 

 

«Στου Χατζηφράγκου» (εκδ.Εστία) του Κοσμά Πολίτη (1888-1974)

Αν και γεννημένος στην Αθήνα (26/4/1888), ο Κοσμάς Πολίτης (ψευδώνυμο – λογοπαίγνιο του Πάρη Ταβελούδη) έζησε στη Σμύρνη από τα δύο έως τα τριαντατέσσερά του χρόνια. Εκεί, σπουδάζει στην Ευαγγελική σχολή και στο Αμερικάνικο κολλέγιο. Με το διωγμό του το ’22, φεύγει για λίγο στο Παρίσι, υπηρετεί στην Ιονική Τράπεζα του Λονδίνου και τελικά εγκαθίσταται στην Αθήνα. Μετά το «Λεμονοδάσος», την «Εκάτη», την «Εroïca», το «Γυρί» εβδομηντάχρονος δημοσιεύει το μυθιστόρημα του «Στου Χατζηφράγκου» (1962), για τη 40η επέτειο του ολοκαυτώματος της Σμύρνης.

Με τη μεστή ανθρωπιά του, μέσα από τη πρωταγωνίστρια Σμύρνη, αναπλάθει τη ζωή της παιδικής του ηλικίας, το φτωχομαχαλά, το πολύβουο ελληνικό αστικό κέντρο και λιμάνι, τις πρώτες οργανωμένες λεμβοδρομίες (1901) τη κοσμοπολίτικη προκυμαία (Quai), το καφέ ντε Παρί, τα Βυρσοδεψεία, τον περίπατο προς την Αγία Φωτεινή, τη βίαιη πυρκαγιά. Είναι η «μνήμη που ιστορεί», όπως γράφει, καθώς η τουρκική Ισμίρ του 1962 δεν είναι η ίδια πόλη. Η χαμένη πόλη αναβιώνει νοερά. Κι όμως, το όνομά της δεν αναφέρεται ούτε μία φορά, διότι «για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα’ ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προσφέρει το όνομά τους», όπως λέει και ο ίδιος.

Ο Μένης Κουμανταρέας τοποθετεί το πεζογράφημα «Στου Χατζηφράγκου» ανάμεσα στα αρτιωμένα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας πλάι στο «Νούμερο 31228» του Βενέζη και τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου.

 

 

 

«Αιολική Γή», «Το νούμερο 31338», «Γαλήνη», Ηλίας Βενέζης  (Αϊβαλί 1904 – Αθήνα 1973)

Στην «Αιολική γη» (1943), ο Ηλίας Βενέζης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες μυθιστοριογράφους καταγράφει με νοσταλγία τις παιδικές του αναμνήσεις στις Κυδωνιές (το Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1914, όταν άρχισαν οι πρώτοι διωγμοί.

Στο κτήμα του παππού και της γιαγιάς, ο μικρός Πέτρος παρέα με την αγαπημένη αδερφή του, ακούει τις μυστικές φωνές της φύσης και αφουγκράζεται τους ήχους της γης και του νερού. Κοντά στα τσακάλια, τα αγριογούρουνα, τις αρκούδες και τους αετούς, θα γνωρίσει μαζί με τις ιστορίες της γιαγιάς τα πρώτα αισθηματικά καρδιοχτύπια. Θα μάθει για τους προγόνους του που ξεχέρσωσαν στην άγονη γη.

Το υποστατικό του παππού είναι φιλόξενο. Υποδέχεται τους περαστικούς, κι εκείνοι ως αντάλλαγμα αφηγούνται ιστορίες και παραμύθια της Ανατολής.

Ο Βενέζης ξεριζώθηκε από τη γενέτειρά του μαζί με χιλιάδες πρόσφυγες, εξιστορεί όμως το πόνο του με γλυκύτητα. Το Αϊβαλί ήταν ένα πλούσιο εξαγωγικό λιμάνι, χτισμένο στο τόπο που άκμασαν οι αρχαίες Κυδωνίες. Τα εκπαιδευτικά του ιδρύματα, φημισμένα σε ολόκληρη τη Μικρά Ασία : «όπου πρόοδος των επιστημών και τεχνών, εκεί πλούτος και δύναμις, και όπου λείπουν οι τέχνες και οι επιστήμες, εκεί αθλιότης και δυστυχία!», εκήρυττε ο διευθυντής της ακαδημίας Κυδωνίων, σύμφωνα με την μαρτυρία του συγγραφέα, από το βήμα της Ακαδημίας Αθηνών. Οι μαθητές διδάσκονταν από το πρωτότυπο αρχαίες τραγωδίες και συνομιλούσαν στην Αρχαία Ελληνική, όπως διαπίστωνε κατάπληκτος στα 1816, ο Γάλλος περιηγητής Didot, στο Αϊβαλί.

Με κεντρικό θέμα την τραγικότερη εθνική περιπέτεια του 20ού αιώνα, η Μικρασιατική Καταστροφή, έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα και διαβασμένα λογοτεχνικά κείμενα. Σε μία τοιχογραφία που ιστορίες, θρύλους, συνήθειες και έθιμα, όπου το φυσικό περιβάλλον - η γή, τα δέντρα, η θάλασσα, τα ζώα – οικειοποιείται ανθρώπινες ιδιότητες, ο Ηλίας Βενέζης φανερώνεται ως «θεματοφύλακας της ιωνικής παράδοσης (Α. Σικελιανός). Ανασυνθέτει την ευτυχισμένη ζωή των Ελλήνων πριν την έξωση από τον «παράδεισο» . Τη γλυκιά Ιωνική ατμόσφαιρα πριν την καταστροφή.

Απόσπασμα από τον πρόλογο της «Αιολικής γης» του Ηλία Βενέζη για την β ‘ έκδοση του βιβλίου. 9.1.1944 :

«Και να, προχθές, που ανοίγω ξάφνου την « Αιολική γη» του Βενέζη.
Μία γλυκιά γαλήνια ζέστη χύνεται άξαφνα από τα φύλλα του, όχι πια φύλλα βιβλίου μα φύλλα δέντρου, δέντρου νεώτατου και δέντρου προαιώνιου, που με τυλίγει με το σάλεμά του, που θροεί ολοένα σιγανότατα στ’ αυτιά μου, που επικοινωνεί με το αίμα μου, το νου μου, την καρδιά μου, και με τη σειρά του με βοηθάει να κοινωνώ ξανά σε κάποια νέα μου πλατιά επικοινωνία με τον κόσμο όλο: με τη θάλασσα, με τα βουνά, με τα χωράφια, με τα ζώα, με τις ψυχές.

Όπως σ’εκείνους τους τρανούς καθολικούς πνευματικούς της Ιωνίας προπάτορες, […] Η ψυχή, η Φύση, το Ηθος ξαναβρίσκουν κάτου απ’ το χέρι του Ποιητή τη ζωτική πρωταρχικήν ενότητα τους.

Και υπάρχει και το υπέρτατο παράδειγμα, το τελευταίο, που κλείνει όλο το βιβλίο. Είναι το μικρό μαντήλι, με το φυλαγμένο από την πατρίδα χώμα. Εδώ πια δεν είναι η φωνή. Είναι η ίδια η σάρκα και το πνεύμα της της Ιωνίας. Την κρατάμε, την αγγίζουμε, την ψάχνουμε σ’ αυτή την φούχτα απ’ το δικό της χώμα. Μια φυσιολογικα γλυκιά πίστη χύνεται από την αφή μας μες στις φλέβες μας και στις καρδιές μας. Η Ιωνία δε χάθηκε. Η Ιωνία ζει. Ο χαμένος της προαιώνιος πολιτισμός υπάρχει. Μας τον έφερε το δράμα το φριχτό της Ιστορίας. Μας τον έφερε η προσφυγιά κοντά μας. Μας τον έφερες Εσύ, Ηλία Βενέζη.»

Η τελευταία σελίδα της «Αιολικής γης» στην οποία αναφέρεται ο Α. Σικελιανός:

«Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία: Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.
-Τι είναι αυτό εδώ; Ρώτα σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χωνί κάτω από το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπάει το κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
-Τι είναι;
-Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφτιαξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.
-Χώμα!
Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στο ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντήλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν εκεί μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σαν να χαϊδεύουν. Τα μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
-Δεν είναι τίποτα λέω. Λίγο χώμα.
Γη, Αιολική γη, γη του τόπου μου.

ΤΕΛΟΣ

«Οι ζευγάδες, προφυλαγμένοι στους Οντάδες τους, κάνανε μεγάλη φασαρία, λέγαν ιστορίες, παίζανε χαρτιά, σιγανότραγουδούσαν. Δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα που με τη βροχή έμελλε η σοδειά να είναι πλούσια. Όμως δουλεύανε τη γη, πονούσαν το χώμα σαν πλάσμα ζωντανό που υπόφερνε. Καθαρή, δυνατή σα χαρά του κορμιού, έτσι ήταν η χαρά τους.»

«Τότε δεν ξέραμε ακόμα καλά, εμείς τα παιδιά, δεν καταλαβαίναμε σε όλη τη σημασία της την ευλογία της βροχής, όταν πολύ τη χρειαζόταν η γη. Όμως είχαμε κι εμείς χαρά: Οι λάκκοι και τα χαντάκια θα γεμίζαν νερό. Βέβαια δε θα σάλευε όπως το νερό της θάλασσας, αλλά τι πειράζει; Χτυπάς το νερό του λάκκου με τα χέρια, και γίνονται κύματα. Ρίχνεις μέσα πράσινα φύλλα, και γίνονται γαλάζια. Γίνουνται γαλάζια κύματα, η αγαπημένη μαγεία της πατρίδας, γίνουνται Αιγαίο.»


Οι πρώτες βιαιότητες απέναντι στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ιωνίας:

«Βιαστικά, λαχανιασμένα, δώσανε την εξήγηση. Ήταν οι χριστιανοί των μικρών χωριών που είναι στα Κιμιντένια. Αυτοί που ο Παγίδας τους πήγαινε τ’ άρματα. Τα χωριά τους, λέει ξεκληριστήκανε. Φτάξανε οι «Μποσνάκοι» , πρόσφυγες Τούρκοι που έρχονταν από την Βοσνία, και τους πήρανε τα καλύβια και τ’ αγαθά τους. Οι Μποσνάκοι, μαζί με τους αρματωμένους ζεϊμπέκηδες, σφάζανε, ρήμαζανε.
Αυτό ήταν: Άρχιζαν στα Κιμιντένια οι διωγμοί των χριστιανών της Ανατολής. Η σπίθα που ξεκίνησε από μακριά έφτανε.»


«-Για όνομα του θεού! Για όνομα του θεού!.. Ικετεύανε οι γυναίκες. Μην πειράξεις τον Αγιο μας. Μην τον πειράξεις!..
-Τι έκανε λέει; Τι έχετε μέσα;
Ναι, ναι, έτσι ήταν, το εξηγούνε. Φεύγοντας κυνηγημένοι δεν πήραν τίποτα άλλο από την πατρίδα τους. Μοναχά τον εφέστιο θεό τους πήραν. Τον Άγιο που μαρτύρησε στον τόπο τους. Και τα παλικάρια τους τον φέρναν στον ώμο τους μες στο άγριο φαράγγι, στη σκοτεινή νύχτα, για να τους έχουν βοηθό και προστάτη τους στην νέα γη όπου όδευαν να βρουνε καταφύγιο.
-Είναι ο καλός, ο μικρός μας ο Άγιος…, μουρμούριζαν τώρα πιο σιγανά, κλαίγοντας οι γυναίκες. Τουλάχιστο αυτόν μη μας το πειράξετε. Σκύψε να δεις»


«Το νούμερο 31338», Ηλία Βενέζη, Εστία(1924, 1931)

Το «Βιβλίο της σκλαβιάς», όπως το ονομάζει ο συγγραφέας του, είναι μία μαρτυρία γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο με το πραγματικό όνομα του αφηγητή -συγγραφέα.

«Το βιβλίο τούτο είναι γραμμένο με αίμα. Λέω για την καυτή ύλη, για τη σάρκα που στάζει το αίμα της και πλημμυρίζει τις σελίδες του», επισημαίνει ο Ηλίας Βενέζης. Και είναι αφιερωμένο στη «τυραγνισμένη μητέρα του και σ’ όλες τις μητέρες του κόσμου». Γράφει ενώ είναι ακόμα νωπή η βαθιά πληγή του Μικρασιατικού διωγμού, για να αποτυπώσει τις προσωπικές του τραυματικές εμπειρίες.

Έχοντας γεννηθεί στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας το 1904, γίνεται εκφραστής της αρχικά ειρηνικής συμβίωσης των διαφορετικών εθνοτήτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πριν τους βαλκανικούς πολέμους, των διωγμών, της φυγής, της οδυνηρής προσφυγιάς και των προσπάθειων ενσωμάτωσης στην μητέρα Ελλάδα, μέσα από την άτυπη τριλογία του ( «Το νούμερο 31338», η «Γαλήνη», η «Αιολική γη»).

Ο Ηλίας Βενέζης είναι από τους ελάχιστους που κατόρθωσαν να επιζήσουν από τα τάγματα εργασίας του Κεμάλ Ατατούρκ στα οποία μαρτύρησαν χιλιάδες άνθρωποι. Για 14 μήνες, βίωσε την δίψα, την πείνα, τις επιδημίες, λεηλασίες, εξαντλητικές οδοιπορίες και έβλεπε τους εξαθλιωμένους αιχμαλώτους να μετατρέπονται σε έναν απλό αριθμό χωρίς καμία ανθρώπινη αξία. Το «Νούμερο 31338» αποτελεί παράλληλα έναν ύμνο της ανθρώπινης αλληλεγγύης προς αυτές τις βασανισμένες ύπαρξεις που είναι ενωμένες με την δυστυχία, στέλνοντας ένα ηχηρό αντιπολεμικό μήνυμα. Η συμπόνια για τα φυσικά και ηθικά μαρτύρια γίνεται ηχηρή καταδίκη της τυφλής ωμότητας του πολέμου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

«1922. Η Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο – κάτι τέτοιο. Όλα ηταν ήμερα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο. Ο εχθρός είχε κατέβει στην πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: Το σάπιο εμπόρευμα – τα παιδάκια και οι γυναίκες – θα μπαρκέναν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες από 18 ίσαμε 45 χρονών, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.»

« Ολοένα τ’ χνάρια του κόσμου ξεμακραίνουν και σβήνουν. Κάποτε δεν θα θυμόμαστε πια. Α, σίγουρα θα έρθει κι αυτό. Ας έρθει! Τότες πια δε θα μένει παρά μονάχα η σκοτεινή αγάπη για τη ζωή. Θα υπάρχουμε επειδή θα υπάρχει. Τίποτα άλλο δεν θα θυμίζει πως δεν είμαστε μες στους νεκρούς.»

«Τα εργατικά τάγματα ήταν ένα μακρινό παρελθόν από το Μεγάλο Πόλεμο. Είχαν γίνει θρύλος. Χιλιάδες χριστιανοί είχαν αφήσει στα κάτεργα αυτά τα κόκκαλα τους. Τα δάκρυα στις μητέρες δεν είχανε στερέψει ακόμα».

« Τα βαπόρια σφύριζαν και φεύγαν ολοένα. Ο στρατός άρχισε να ψάχνει τα σπίτια. Κάμποσοι από τ’ νιάτα πήραν την απόφαση και πολεμούσαν να μπαρκάρουν κρυφά. Άλλοι ντύνουνταν γυναίκες, άλλοι πλήρωναν τους σκοπούς να τους αφήσουν. Ο καθένας ό,τι μπορούσε.
Πιάσαν έναν τη στιγμή που πλήρωνε το σκοπό για να τον αφήσει να παρκάρει. Άμεση διαδικασία: τον τουφεκίσαν επί τόπο. Άλλον ένα. Κ’ επειδή ολοένα πλήθαιναν τούτοι οι τορπιλίσοι», άμα τους πιάνανε τους κλείναν χωριστά σε ένα υπόγειο. Γι’ αυτουνούς πια ο καθένας το ήξερε πως είναι ξεγραμμένοι».

« Σηκώνουμαι. Ζουλώ να σπάσουν οι φουσκαλίδες στα ποδάρια, τις τρίβω με ξερό χώμα να στύψουν. Κάποιος πλάι μου μασά σιωπηλά. Κοιτάζω το στόμα του. Έτρωγε χορτάρια, τα φτούσε, έπαιρνε νέα. Χαμηλώνω στη γης, δαγκώνω και εγώ. Κάμποση ώρα μασώ την πικρή στέρεη ουσία τους. Έτσι, απ’ την κρυφή χαρά να θυμηθώ πως τρώει ο άνθρωπος».

«ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ. Έκανε κρύο. Πολεμούσαμε να σκεπάσουμε τη γύμνια μας. Είχα βρει ένα μίσό σακί πεταμένο. Έκαμα μία τρύπα στη μέση, πέρασα μέσα το κεφάλι μου, το’ δεσα στη μέση μου με ένα σπάγκο. Ήταν καλά. Μάζευα και παλιόχαρτα, τά’ βαζα κατάσαρκα. Τέλος πάντων».

« Οι μέρες περνούν, σβήνουν, η μία, οι άλλη. Στο στρατόπεδο οι σκλάβοι πλησιάζουμε ολοένα ο ένας τον άλλον. Δε θυμούμαστε ονομάτα συναμεταξύ μας, μήτε νούμερα. Μα είναι η καρδιά. Ζυμώνεται με το ίδιο αίσθημα και από τα ίδια χέρια. Λαχταρούμε τα ίδια πράματα, υποφέρνουμε τις ίδιες πίκρες».

« Άξαφνα προσέχω τα ποδάρια μου. Είχα βρει πριν από μέρες κοντά στο σταθμό ένα κομμάτι καουτσούκ από παλιό λάστιχο αυτοκινήτου. Τό ‘χα κόψει σε δύο κομμάτια ίσια με τις πατούνες μου και τα’ δεσα με σπάγκους, τα φορούσα σαν πέδιλα».

«Η Γαλήνη», 1937, Ηλίας Βενέζης:

«Η Γαλήνη», ένα από τα πικρά βιβλία της γενιάς μας […] Δεν είναι βιβλία της χαράς, δεν είναι και βιβλία της απαισιοδοξίας. Η πικρία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα όλων των ζωντανών οργανισμών. Γιατί αυτοί ζητούν πολλά απ’ τη ζωή, και η ζωή τις περισσότερες φορές δίνει λίγα. […] Οι πικραμένοι άνθρωποι στο βάθος είναι οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σ’ αυτούς έμεινε ακόμα το προνόμιο ν’ αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στην ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε χίμαιρες.»

Η πρώτη φράση της « Γαλήνης»:

«Ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες της Ανατολής, καλοκαίρι του 1923, γυρεύουν τη νέα πατρίδα στην ερημιά της Αναβύσσου.»
Οι πρόσφυγες της «Γαλήνης» αντιπαλεύουν όχι μόνο την άγονη φύση της ερημικής περιοχή της Αττικής, αλλά και την εχθρότητα των γηγενών.


« Αχ! Πού μας στέλνουν να ζήσουμε! Πού μας στέλνουν! Τσίριζε δυνατά μία γυναίκα. Εδώ είναι έρημος! Έρημος!
Τότε οι άλλες γυναίκες, με το σύνθημα το δοσμένο απ’ τη μια, άρχιζαν να ολολίζουν, όλες μαζί και να καταριούνται τη μοίρα τους.
– Θα πεθάνουμε σ’αυτό τον άγριο τόπο! Θα πεθάνουμε, εμείς και τα παιδιά μας!»

« – Τι είσαστε;
– Πρόσφυγες είμαστε.
– Και τι γυρεύετε σ’ αυτά τα μέρη;
– Μας δώσαν τη γη! απομακρίθηκε η φωνή του κοπαδιού. Θα μείνουμε εδώ!
–Τη γη! Ποια γη; Εδώ φυτρώνουν μονάχα βούρλα.
Κ’ ύστερα:
Θα πεθάνετε, τους λέει, εσείς και τα παιδιά σας.»

«– Α, την παλιοφάρα! βλαστήμησε ο ένας. Σίγουρα θα πάρουν και τα μέρη που σκάβουμε!»

« Κ’ εδώ ήταν ένα κοπάδι ξεριζωμένοι άνθρωποι, που έπρεπε να δεθούν και να ριζώσουν, έπρεπε, με το τυφλό ένστιχτο του γερού φυτού.»

 

Γιώργος Θεοτοκάς (1906 Κωνσταντινούπολη – 1966 Αθήνα)

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από Χιώτες γονείς, φοίτησε στη σχολή Ζαμαρία και στο ελληνογαλλικό Λύκειο, ενώ μέσα στην Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Νομική σχολή. Γνωρίζεται με προσωπικότητες του κινήματος του Δημοτικισμού. Αποφοιτώντας φεύγει για λίγο στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Λονδίνο για σπουδές όπου συγγράφει το πρώτο του βιβλίο, το «Ελεύθερο Πνεύμα» (1924) που χαρακτηρίστηκε ως «μανιφέστο» της γενιάς του ‘30.

Μιας νέας γενιάς η οποία αναζητούσε τις ζωντανές δυνάμεις: « Πίστευα με πάθος τον τόπο μου, στην γενεά μου, στο μέλλον μας και λάτρευα τη ζωή», γράφει το 1961, σε ώριμη πια ηλικία.

Η απόρριψη κάθε φανατισμού και η διάθεση για ανοιχτό διάλογο ήτανε η στάση που θα τον χαρακτήριζε σε όλη του τη ζωή. Ιδεολογικά διαλλακτικός, έτρεφε μια έμφυτη αποστροφή απέναντι σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού και δογματισμού: «Η τέχνη για τον άνθρωπο, αλλά τον άνθρωπο έξω από τα καθεστώτα και παρατάξεις, τον ελεύθερο άνθρωπο», έγραφε .

Με το έργο του έθεσε τις βάσεις της θεωρίας της γενιάς του ‘30 για την ελληνικότητα, η οποία συνδυάζει την ελληνική παράδοση (Αρχαιότητα, Βυζάντιο, λαϊκός πολιτισμός) με την σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα.

 

Φώτης Κόντογλου( Αϊβαλί 1897 – Αθήνα 1965)

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, συνέχισε τις σπουδές του στην Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ταξίδεψε σε διάφορες χώρες και εγκαταστάθηκε ως το 1919, στο Παρίσι. Επέστρεψε στο Αϊβαλί, όπου δίδαξε την γαλλική γλώσσα και καλλιτεχνικά. Μετά το 22, κατέφυγε ως πρόσφυγας στη Μυτιλήνη και μετά στην Αθήνα. Τα ταξίδια του στο Άγιον Όρος και στα Μετέωρα τον επηρέασαν βαθιά. Πιστός στην Ορθοδοξία, θεωρούσε μοναδική πηγή για την νεοελληνική τέχνη τη βυζαντινή εκκλησιαστική εικονογραφία. Πίστευε ότι η Δυτική τέχνη ήταν ασυμβίβαστη με την βυζαντινή. Η Ορθοδοξία και ο εξωτισμός με τους απλούς βιβλικούς ανθρώπους της Ανατολής συνθέτουν το προσωπικό του απλό naïf ύφος που μαρτυρούν την ηθική ταπεινοσύνη του.

Επηρεάστηκε βαθιά από τα γεγονότα της εποχής, όμως στηνζωγραφική του δεν περιγράφει σκηνές της Καταστροφής του ‘22. Γίνεται εκφραστής του καημού της προσφυγιάς, την οποία βίωσε. Από τα πιο σημαντικά πορτρέτα της ελληνικής μεσοπολεμικής ζωγραφικής αποτελούν ο «Τυφλός πρόσφυγας που ζητιανεύει» (1923), « Η πρώτη εγκατάσταση στις παράγκες και τα προσφυγικά» (1923), και οι « Προσφυγές» (1930), όπου νέοι και σκελετωμένοι γέροντες απεικονίζονται ενωμένοι στις δοκιμασίες και στη θλίψη.

Ο λογοτέχνης, ζωγράφος και αγιογράφος Φ. Κόντογλου, με το ιδιαίτερου ύφους έργο του – για το οποίο απέσπασε πολλά βραβεία – προσέφερε σημαντικά στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης.

 

«Ματωμένα χώματα», 1962, Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνι 1904 – Αθήνα 2004)

Ένας Μικρασιάτης αγρότης, ο Μανώλης Αξιώτης – υπαρκτό πρόσωπο – διηγείται με τη μορφή χρονικού, όσα ο ίδιος έζησε μέχρι να φτάσει σωματικό ερείπιο, στις ακτές της ελεύθερης Ελλάδας. Σύμβολο του μικρασιατικού αγροτικού πληθυσμού, ο ήρωας του βιβλίου, αρχικά, ζει για την οικογένειά του στο χωριό Κιρκιντζέ, κοντά στην Έφεσο, όπου ζουν αρμονικά Έλληνες και Τούρκοι. Πηγαίνει στην Σμύρνη να εργαστεί ως παραγιός σε διάφορα καταστήματα. Επιστρέφοντας στο χωριό, τον βρίσκει ο πόλεμος: Ο βαλκανικός και ο Α’ Παγκόσμιος.

Έτσι, ξεκινά το οδυνηρό ταξίδι στα βάθη της Ανατολής στα τάγματα εργασίας. Ζει λίγες στιγμές ελευθερίας πίσω στη γενέτειρα του γιατί ο πόλεμος ξαναρχίζει και επιστρατεύεται από τον Ελληνικό Στρατό. Σαγγάριος, Αφιόν Καραχισάρ, υποχωρήση, επιστροφή στη Σμύρνη, ‘22, αιχμαλωσία, προσφυγιά. Στο καράβι που τον μεταφέρει μαζί με άλλους πρόσφυγες ακούγοντας οδυνηρές ιστορίες εκφράζει το παράπονο του για αυτούς που προκάλεσαν το μίσος ανάμεσα στους δύο λαούς: «Ανάθεμα τους αίτιους».

Το βιβλίο διαπνέεται από ένα βαθύ ουμανισμό κηρύσσοντας πανανθρώπινες αξίες. Χάρισε δε στο συγγραφέα του το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας Άμντί Ιπεκτσί, ανάμεσα σε άλλα.

Οι πίνακες από την ειρηνική ζωή μα και τον πόλεμο είναι συνταρακτικοί.

Απόσπασματα:

«Τράβηξα ίσια στην Αγία – Φωτεινή κι άναψα στην χάρη της το κεράκι που μου παράγγειλε η μάνα μου. Κι ύστερα καρφώθηκα να βλέπω και να μη χορταίνω τον καμπαναριό. Είκοσι μέτρα μπόι, τέσσερα πατώματα, όλο μάρμαρο […] Και οι καμπάνες φανταχτερές ,γλυκόλαλες, δώρο των μεγάλων δουκώνε της Ρωσίας, και κατάκορφα, στο τρούλο, ο χρυσός σταυρός να λάμπει στον ήλιο, παρηγοριά και σκέπη για τους ραγιάδες, που το ‘χαν καύχημα, γιατί ο σταυρός έστεκε πιο ψηλά από την ημισέληνο που ήταν στημένη στο μιναρέ του Ισάρ τζαμί.»
« Όλα έρημα, άδεια. Στα σκαλοπάτια και στους δρόμους πεταμένα ρούχα, σπασμένα έπιπλα και γυαλικά […] Κάθε σπίτι, κάθε σοκάκι, κάθε δεντρί και κάθε πετράδι από τούτη τη γη ήτανε ζυμωμένο με τη καρδιά και με την θύμησή μας. Μπρε δικό μας δεν είναι τούτο το χωριό; Δικά μας δεν είναι τα σπίτια; Δικά μας δεν είναι τα χώματα, τα σπαρτά, τα δένδρα; Εδώ δε μεγαλώσαμε; Εδώ δε δουλέψαμε; Εδώ δεν είναι θαμμένα τα κόκκαλα των πατεράδων μας; Εδώ δεν είναι τα καζάντια μας, οι μνήμες, τα όνειρα μας; Πως έγινε και δεν είναι πια τίποτε δικό μας;»

« Ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα…Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ‘ναι μόλος. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησίες […] Αχ, γκρέμισε ο κόσμος! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας.»

« Μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό! Ο ένας πιανότανε απ’ τα μαλλιά, απ’ το λαιμό του αλλουνού και πνιγότανε. Γαντζώνανε στα πολεμικά να σωθούνε και δεχόντανε ζεματιστά νερά και χτυπήματα με λοστούς και ξύλα.»

« Κείνη η εικοσαήμερη μάχη του Σαγγάριου όπου η ελληνική λεβεντιά ξεπέρασε κάθε ανθρώπινη αντοχή […] Αύγουστο μήνα, μέσα στο γιαγκίνι της Ανατολής! Ο ήλιος στράγγιζε τα κορμιά μας. Καίγονταν τα σπλάχνα μας […] Βυζαίναμε το μολύβι της σφαίρας για να δροσιστούμε.»

«Ελλάδα μας! Μητέρα μας!»

« Μας είχε γεννήσει και τους δυο λαούς η ίδια γη. Στα βάθη της ψυχής μας ούτε εμείς τους μισούσαμε ούτε αυτοί.»