top photo

Γιάννης Μακρυγιάννης (1797 – 1864)

proedros

Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης (Ανοιχτά χαρτιά, δοκίμιο Γιάννης Μακρυγιάννης)

Η ανυποληψία της καλοσύνης και ο διασυρμός της τιμιότητας στα σκληρά ετούτα χρόνια μας κάνει, με ολοένα μεγαλύτερη δίψα παρηγοριάς ,να γυρίζουμε κατά τις μορφές εκείνες του Γένους που, είτε με το λόγο είτε με το σπαθί, κατάφεραν να κρατήσουν ψηλά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Μια απ ‘αυτές τις μορφές ,χωρίς αμφιβολία, είναι και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Τα Απομνημονεύματά του χαρακτηρίζονται από τη λιτότητα και τη μεγαλοσύνη των γενναίων πράξεων. Η ορμητική πνοή  της ιδιοσυγκρασίας του, συνταιριασμένη με την αγνότητα της ψυχής και την παραστατικότητα της φαντασίας του ,βρήκανε διέξοδο μέσα στις αυτοβιογραφικές του σελίδες που ,αν για μας σήμερα αποτελούν ένα μνημείο δημοτικού λόγου , για κείνον, τότε, δεν αντιπροσωπεύανε παρά μίαν ακόμη προσπάθεια να μπουν στη θέση τους πράξεις τιμής συντελεσμένες από παλιούς ,της λεβέντικης ζωής του, συναγωνιστές.

Ζωγραφική μόνο δεν ήξερε και μήτε  που μπορούσε να μάθει ,όπως τα γράμματα, τώρα στα γηρατειά.  Σκέφτηκε τότε να πάρει στην υπηρεσία του, σαν εκτελεστή του έργου, ένα ζωγράφο για να του υπαγορεύει καταλεπτώς τις εμπνεύσεις του. Ο πρώτος ήταν ξένος .Δεν ήξερε τη γλώσσα του…τον πλήρωσε και τον έδιωξε. «Έστειλα κι έφεραν από τη Σπάρτη ένα αγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τον έλεγαν. Έφερα αυτόν και μιλήσαμεν, και συμφωνήσαμεν το κάθε κάδρον την τιμήν του.  Κι έστειλε κι ήφερε και τα δυο του παιδιά και τους είχα στο σπίτι μου όταν εργάζονταν. Κι αυτό άρχισε από το 1836 και τελείωσε τα 1839. Έπαιρνα το ζωγράφο και βγαίναμεν εις τους λόφους και το ΄λεγα έτζι είναι εκείνη η θέση,  έτζι εκείνη.  Αυτός ο πόλεμος έτζι έγινε.  Αρχηγός ήταν των Ελλήνων εκείνος , των Τούρκων εκείνος».  Ο Παναγιώτης Ζωγράφος εδούλεψε με την αρρενωπή απλότητα των πολεμικών εγγράφων του 1821,με την οικονομία και τη λυρική ένταση των δημοτικών μας τραγουδιών. Τα μυστικά του είναι καθαρά και  αιώνια. Καμία επανάσταση ,άλλωστε, ούτε στη τέχνη ούτε στη ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας από κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριο της την παράδοση.

Γιώργος Σεφέρης ,Δοκιμές, Α’  τόμος,1936-1939,Ικαρος ,Ένας Έλληνας, ο Μακρυγιάννης.

Την παλιά συνοικία του Μακρυγιάννη την ξέρουν όλοι οι Αθηναίοι.  Τη δράση του αγωνιστή του 21 ,του πρωτεργάτη της 3ης Σεπτεμβρίου και του κατάδικου των στρατοδικείων του Όθωνα , την ξέρουν όσοι μελέτησαν τα χρονικά της επανάστασης και της Βαυαροκρατίας.  Είναι όμως λιγοστοί εκείνοι που πρόσεξαν πως ο Μακρυγιάννης μας άφησε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο ,την ιστορία της ζωής του, ίσως επειδή ήταν ένας αγράμματος.

Από τα 1926, που έπεσαν στα χέρια μου τα Απομνημονεύματα, ως τα σήμερα, δεν πέρασε μήνας χωρίς να ξαναδιαβάσω λίγες σελίδες τους […]  με φώτισαν η με παρηγόρησαν σε χαρούμενες και σε πικρές στιγμές  […] Ο Μακρυγιάννης στάθηκε ο πιο ταπεινός αλλά και ο πιο σταθερός διδάσκαλός μου. Ακούστε τον :

«Κι όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο. Για κείνο έμαθα γράμματα στα γεράματα […]  Ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω  : ότι τούτη τη πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί ,και σοφοί κι αμαθείς ,και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι […] Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός  «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ» ; όταν αγωνιστεί μόνος του ,όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν ,τότε να λένε «εμείς». Είμαστε στο «εμείς» και όχι στο «εγώ». Και στο εξής, να μάθομε γνώση, αν θέλομε να φκιάσομε χωριό να ζήσομε όλοι μαζί».

Ο Μακρυγιάννης ήταν αγράμματος. Μολονότι έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού , δε βαστούσε από τζάκι. Ήτανε παιδί μιας φτωχής οικογένειας τσομπάνηδων και γεωργών της Ρούμελης από το Λιδωρίκι.

Το γράψιμό του είναι σχεδόν ολότελα, μια δική του εφεύρεση.  «Γράψιμο απελέκητο» το ονομάζει. Αισθάνεται συχνά πολύ ταπεινός για την αμάθειά του :  Δεν έπρεπε να έμπω σ’αυτό το έργον ένας αγράμματος.

Έτσι όπως μας φανερώνεται ο Μακρυγιάννης ,βλέπουμε ολοκάθαρα πως αν ήταν αγράμματος δεν ήταν διόλου ένας ορεσίβιος ακαλλιέργητος βάρβαρος. Ήταν ακριβώς το εναντίον. Ήταν μια από τις πιο μορφωμένες ψυχές του Ελληνισμού. Και η μόρφωση, η παιδεία που δηλώνει ο Μακρυγιάννης  είναι η ψυχική περιουσία μιας φυλής , παραδομένη για αιώνες και χιλιετίες, από γενιά σε γενιά. Είναι το κοινό χτήμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους.

«Είχα δύο αγάλματα» σημειώνει ακόμα «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια, φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά’χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων.  Χίλια τάλαρα γύρευαν. Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα : Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε».

Ο βίος του Μακρυγιάννη είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του Ελληνισμού στα 60 πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα. Εφτά χρονών ξενοδουλεύει για να  αλαφρύνει τους γονείς του.  Στα 1820 πάνω κάτω μπαίνει στο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας. Αγωνίζεται στο Πέτα, στην πολιορκία και την άλωση της Αρτας. Τον βλέπουμε οπλαρχηγό τέσσερων χωριών των Σαλώνων στην Α. Ελλάδα , ως τις μάχες του Πειραιά, τον Απρίλη του 27 , όπου πολεμά «έχων όλον σχεδόν το σώμα εντός επιδέσμων». Δεν υποφέρει  να βλέπει την κατάντια των αγωνιστών. Αυτοι είναι οι λόγοι που σπρώχνουν τον Μακρυγιάννη να οργανώσει τη συνομωσία που καταλήγει στο Σύνταγμα της 3ηςΣεπτεμβρίου. Αρχίζουν και κυκλοφορούν οι κατηγορίες, ανυπόστατες. Ο Μακρυγιάννης θέλει να σκοτώσει το βασιλιά. Και τον καταδικάσανε σε θάνατο, που έγινε ύστερα δεσμά και του χαρίστηκαν.

Ο Μακρυγιάννης είναι  ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας ,αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Παπαδιαμάντη.