top photo

Δημοτικό Τραγούδι

proedros

Το δημοτικό τραγούδι είναι κοινό δημιούργημα και τρόπος έκφρασης ενός λαού.  Στους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας, συντροφιά με το χορό ,βοήθησε στη διατήρηση της εθνικής συνείδησης.  Ξεκινώντας από έναν αυτοσχέδιο  λαϊκό δημιουργό, αυτά τα τραγούδια μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα και εξαπλώνονταν σε όλες τις περιοχές όπου μιλούσαν ελληνικά και υπήρχαν ορθόδοξοι χριστιανοί.  Ο λαός δεν έπαψε να γλεντά, να τραγουδά, να χορεύει και να πολεμά.  Οι διάφορες παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού συνέβαλλαν μάλιστα, σημαντικά στη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας.

 

Ως ζωντανή μαρτυρία ενός αδιάσπαστου πολιτισμού, αντλούσε συχνά τη θεματική του από την αρχαία τραγωδία, όπως στο τραγούδι του νεκρού αδελφού.  Συνδυάζοντας το λόγο με το χορό, όπως στο αρχαίο θέατρο, το τραγούδι του λαού αποτελεί ζωντανή μαρτυρία πως η γλώσσα δεν είχε αλλοιωθεί, παρά τις πληθυσμιακές προσμίξεις.  Μαρτυρά  ήθη, έθιμα, συμπεριφορές, θρύλους, παραδόσεις, δεισιδαιμονίες.  Χαρακτηριστικό  είναι ότι η Τρίτη, ως αποφράδα ημέρα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης ,  θεωρείται ακόμα και σήμερα, γρουσούζικη μέρα.

 

Τα δημοτικά τραγούδια σύντομα ξεπέρασαν τα τοπικά σύνορα και έφθασαν να ακούγονται σε χάνια στη Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό και αλλού, όταν Έλληνες σταματούσαν εκεί να ξαποστάσουν.  Μα και οι ξένοι περιηγητές που επισκέπτονταν τους ελληνικούς αρχαιολογικούς χώρους, τα γνώριζαν από πριν, εντυπωσιάζονταν από τους στίχους γιατί τους θύμιζαν τα έπη του Ομήρου αν και αποστρέφονταν τη μουσική που τα συνόδευε. Ο ήχος του ταμπουρά τους ήταν αφόρητος.  Συχνά μάλιστα, έκαναν συμφωνία με τους οδηγούς/ ξεναγούς τους Ρωμιούς ότι δεν θα τους τραγουδούσαν.

Μέσα από τη ματιά ενός μεγάλου αριθμού Φιλελλήνων, η Ευρώπη,  ήδη από το πρώτο έτος της Επανάστασης ,πληροφορήθηκε το δίκαιο αγώνα των σκλαβωμένων Χριστιανών που πάσχιζαν να αποτινάξουν τον Οθωμανικό ζυγό.  Ανάμεσά τους, βρίσκεται ο μεγάλος πνευματικός Φιλέλληνας Fauriel που με την έκδοση «Δημοτικών Τραγουδιών της Νεότερης Ελλάδας» συνέδραμε ηθικά στον Αγώνα, ήδη από το ξεκίνημά του.

«Ακόμα και υπόδουλοι οι Έλληνες δεν έχουν απωλέσει το αίσθημα της ανεξαρτησίας, γράφει εντυπωσιασμένος στην εισαγωγή της έκδοσης.   Μέσα από τραγούδια εμπνευσμένα από την Επανάσταση, ενώ βρίσκεται μακριά από την Ελλάδα, στη Γαλλία, ο Fauriel καταφέρνει να αποδώσει πιστά τα ελληνικά ήθη και το χαρακτήρα την σύγχρονών του Ελλήνων.  Πηγές του υπήρξαν η συλλογή τραγουδιών του Α. Κοραή με τον οποίο ήρθε σε επαφή στο Παρίσι και Έλληνες της Διασποράς που του έστελναν τραγούδια η τα υπαγόρευαν στα ταξίδια του.  Ο Fauriel επιθυμεί βαθιά να διορθώσει τη λανθασμένη εικόνα για τους Έλληνες εφόσον  εδώ και 4 αιώνες, οι λόγιοι της Ευρώπης μιλούν απαξιωτικά για την Ελλάδα «για μια φυλή άθλια που δεν αξίζει παρά τη περιφρόνηση η τον οίκτο των καλλιεργημένων ανθρώπων».  Αυτή την εικόνα πάλεψε να αποκαταστήσει ο               Fauriel.

Στη συλλογή του Fauriel, μεταξύ άλλων εξυμνούνται  3 από τα πιο συγκλονιστικά γεγονότα της πρώτης χρονιάς του Αγώνα, ο θάνατος του Α. Διάκου, ο θάνατος του Γεωργάκη Ολύμπιου και η άλωση της Τριπολιτσάς.  Ο Γάλλος αυτός Φιλέλληνας δεν αρκείται όμως, στην απλή συλλογή τραγουδιών αλλά συμπεριλαμβάνει και περιγραφές ιστορικών γεγονότων, περιγράφει την άγρια ζωή των κλεφταρματολών και δημιουργεί συναισθήματα θαυμασμού και συμπαράστασης, ανά την Ευρώπη.  Αναπλάθει τα έθιμα του γάμου, του προξενιού, τα μοιρολόγια .Μέσα από ζωηρές περιγραφές που εξάπτουν τη φαντασία του κόσμου όλου, ο Fauriel σκιαγραφεί τη καθημερινότητα των παλληκαριών που μετακινούνταν συχνά από τη παρανομία στη νομιμότητα και ενθουσιάζει τους αναγνώστες.

 Τα Δημοτικά τραγούδια διακρίνονται σε ιστορικά, κλέφτικα, ακριτικά (π.χ. Ο θρύλος του Διγενή Ακρίτα), παραλογές (π.χ. του «γιοφυριού της Άρτας», του «Νεκρού αδελφού»), σε μοιρολόγια, σε νυφιάτικα, σε νανουρίσματα, της ξενιτιάς ή ταξινομούνται ανάλογα με την τοπική προέλευση.

Προτάσεις

Κλεφταρματολοί και κλέφτικο τραγούδι, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς  https://www.youtube.com/watch?v=tMTA8Mjrg1Y

Άυλη Πολιτιστική κληρονομιά : Το κλέφτικο Τραγούδι.  Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς https://www.youtube.com/watch?v=dnGNrBLQd78

 

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ

 

Του Κίτσου η μάνα

Μωρέ, του Κίτσου η μά- μωρέ η μάνα κάθουνταν
στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτά- μωρέ ποτάμι μάλωνε.

Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
–Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρίψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια
πο ’χουν οι κλέφτες σύναξη κι ούλ’ οι καπεταναίοι.
Τον Κίτσο τονε πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του μανούλα.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογά και λέει,
– Κίτσο, πού είναι τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;1
– Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
μόν’ κλαις τα ’ρημα τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια
μάνα λωλή, μάνα τρελή.

1τσαπράζια: αρματωσιά

 

Ξύπνα καημένε μου ραγιά

 

Ραγιά καημένε μου ραγιά για σήκω το κεφάλι, τη δόξα πού ‘χες μια φορά απόκτησέ την πάλι.

Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη λευτεριά.

Διψούν οι κάμποι για νερό και τα βουνά για χιόνια
διψούνε και για λευτεριά οι σκλάβοι τόσα χρόνια.

Κοιμούμαι μ’ ένα όνειρο, ξυπνώ με μιαν ελπίδα
να ιδώ κι εγώ μια μέρα φως ελεύθερη πατρίδα.

Ξύπνα καημένε μου ραγιά, ξύπνα να δεις τη Λευτεριά.

 

Τ΄Αντρούτσου η μάνα – Τσάμικο Ρούμελης

 

Τ’ Αντρούτσου η μά- τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται,
τ’ Αντρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει.

Γιατί έχουν γιους αρματωλούς και γιους καπεταναίους.
Ένας στο χάνι της Γραβιάς κι άλλος στην Αλαμάνα
τους Τούρκους εσκορπίσανε, σπαχήδες1 γενιτσάρους.2

1σπαχήδες: ειδικό σώμα Τούρκων πολεμιστών
2γενίτσαροι: σώμα επιλέκτων στρατιωτών που το αποτελούσαν χριστιανόπουλα τα οποία, μετά από αιχμαλωσία ή παιδομάζωμα, εξισλαμίζονταν

 

Παιδιά της Σαμαρίνας

 

Eσείς, μωρέ, παιδιά κλεφτόπουλα,
παιδιά της Σαμαρίνας, μωρέ, παιδιά καημένα,
παιδιά της Σαμαρίνας, κι ας είστε λερωμένα.

Κι αν πάτε απάνω στα βουνά κατά τη Σαμαρίνα,
[ντουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μην πείτε],
κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου κι η δόλια η αδερφή μου,
μην πείτε πως σκοτώθηκα, πως είμαι σκοτωμένος,
[μόν’ πείτε πως παντρεύτηκα, πως είμαι παντρεμένος,
πήρα την πλάκα πεθερά, τη μαύρη γης γυναίκα].

 

Ο ήλιος εβασίλεψε.  Στρατηγός Μακρυγιάννης

 

Ὁ Ἥλιος ἐβασίλεψε,

Ἕλληνά μου, βασίλεψε

καὶ τὸ Φεγγάρι ἐχάθη

κι᾿ ὁ καθαρὸς Αὐγερινὸς

ποὺ πάει κοντὰ τὴν Πούλια,

τὰ τέσσερα κουβέντιαζαν

καὶ κρυφοκουβεντιάζουν.

Γυρίζει ὁ Ἥλιος καὶ τοὺς λέει,

γυρίζει καὶ τοὺς κρένει·

«Ἐψὲς ὁποῦ βασίλεψα

πίσου ἀπὸ μία ραχούλα,

ἄκ᾿σα γυναίκεια κλάματα

κι᾿ ἀντρῶν τὰ μυργιολόγια

γι᾿ αὐτὰ τὰ ῾ρωικά κορμιὰ

῾στὸν κάμπο ξαπλωμένα,

καὶ μέσ᾿ τὸ αἷμα τὸ πολὺ

εἶν᾿ ὅλα βουτημένα.

Γιὰ τὴν πατρίδα πήγανε

῾στὸν Ἅδη, τὰ καϊμένα.

 

(αυτοσχεδιαστικό μοιρολόι του Στρατηγού Μακρυγιάννη που τραγουδούσε με τον ταμπουρά του, στην πολιορκία της ακρόπολης το 1826).

 

Ο Θάνατος του Διάκου

 

Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα,
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης.
-Ουδ’ ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.

Ο Διάκος σαν τ’αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη,
ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει:
– Το στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παληκάρια,
δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες
γλήγορα και να πιάσωμε κάτω στην Αλαμάνα,
όπου ταμπούρια δυνατά έχει και μετερίζια.

Επήραν τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
στην Αλαμάναν’ έφτασαν κι’ έπιασαν τα ταμπούρια.
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά μη φοβηθήτε,
ανδρεία ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε!

Εκείνοι εφοβήθηκαν κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους.
Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά με δεκοχτώ λεβέντες,
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.

Σκίστηκε το τουφέκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια,
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν’ εμπήκε,
έκοψε Τούρκους άπειρους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες.
Πλην το σπαθί του έσπασε ν’απάν’ από τη χούφτα
κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.

Κι’ Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα:

– Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης,
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;
Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει:
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε,
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω.
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνο πέντ’ έξι ημερών ζωή να μου χαρίστε,
όσο να φτάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας.

Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει:
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ‘γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι.

Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν,
Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε.
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες.
– Εμέν’ αν εσουβλίσετε , ένας Γραικός εχάθη
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας,
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι.

 

Του νεκρού αδελφού

 

Η υπερφυσική ιστορία του νεκρού αδελφού, που τον σηκώνουν από το μνήμα οι κατάρες της μάνας, για να εκπληρώσει την υπόσχεση που έδωσε, είχε, όπως μαρτυρούν οι πολλές παραλλαγές, ευρύτατη διάδοση όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στους βαλκανικούς και τους άλλους λαούς της Ευρώπης. 

 

 

 

5

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
 Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

10 

Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,

15  

αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
- Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
- Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,

20

αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».

  

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν, 

25   

βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!

30

το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε. 

35  

Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

 

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει: 

40 

«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
-   Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να 'ρθω.
- Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι». 

45   

Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

 

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν' κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!

50   

-   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!

55  

-   Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
-   Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
-  Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
- Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αϊ-Γιάννη, 

60  

κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.

65  

«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
-   Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
-   Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν' η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ' όμορφο μουστάκι;
- Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». 

70  

 

Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά προφτάνουν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι απ' εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα

75   

βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν. 

80  

«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
-   Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
- Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα; 

 

-   Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

 

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

μπάλσαμο, καρυοφύλλι: μυριστικά φυτά του κήπου.

 

Των Κολοκοτρωναίων

     

Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
λάμπουν και τα `λαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων, 
πόχουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες, 
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια, 
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν. 
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε, 
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε, 
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους, 
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
“Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια”.
Κι ο Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει: 
“Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου, 
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε. 
Σύρε, Γιώργο μ’ , στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι, 
εγώ πάου στην Καρύταινα, πάου στους εδικούς μου, 
ν’ αφήκω τη διαθήκη μου και τοις παραγγολές μου, 
τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω”.

 

Οι Κολοκοτρωναίοι ήταν από τις παλιές οικογένειες κλεφτών του Μοριά και την δράση τους εξυμνούν πολλά κλέφτικα τραγούδια.  Εδώ αναφέρεται στα γεγονότα του 1806, όταν ο Σουλτάνος εξέδωσε φιρμάνι για την εξόντωση των κλεφτών της Πελοποννήσου και της Στερεάς.  Αφού πολλοί σύντροφοί τους σκοτώθηκαν ή διασκορπίστηκαν, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατάφερε να διαφύγει στην Ζάκυνθο, όπου κατατάχτηκε στον Αγγλικό Στρατό.

 

 

Ο Όλυμπος και ο Κίσσαβος

 

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, 
τα δυο βουνά μαλώνουν
το ποιο να ρίξει τη βροχή, 
το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο
Όλυμπος το χιόνι.

Γυρίζει ο γερο Όλυμπος
και λέγει του Κισσάβου:
Μη με μαλώνεις Κίσσαβε, 
μπρε τουρκοπατημένε, 
που σε πατάει η Κονιαριά
κι οι Λαρσινοί αγάδες.

Εγώ είμ’ ο γερο Όλυμπος
στον κόσμο ξακουσμένος, 
έχω σαράντα δυο κορφές
κι εξήντα δυο βρυσούλες, 
κάθε κορφή και φλάμπουρο
κάθε κλαδί και κλέφτης.

Κι όταν το παίρνει η άνοιξη
κι ανοίγουν τα κλαδάκια, 
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά
και τα λαγκάδια σκλάβους.

Έχω και τον χρυσόν αετό
τον χρυσοπλουμισμένο, 
πάνω στην πέτρα κάθεται
και με τον ήλιο λέγει:

“Ήλιε μ’ , δεν κρους τ’ αποταχύ, 
μον’ κρους το μεσημέρι, 
να ζεσταθούν τα νύχια μου
τα νυχοπόδαρά μου”.

 

O Θάνατος του Διγενή

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι γη τονε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει, 
πώς θα σκεπάσει τον αϊτό, τση γης τον αντρειωμένο.

Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπηλιά δεν τον εχώρει, 
τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα, 
χαράκι αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε.
Στο βίτσιμα `πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια, 
στο γλάκιο και στο πήδημα τα `λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει, 
κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.

Τρίτη εγεννήθη ο Διγενής και Τρίτη θα πεθάνει.
Πιάνει καλεί τους φίλους του κι όλους τους αντρειωμένους.
Να `ρθει ο Μηνάς κι ο Μαυραϊλής, να `ρθει κι ο γιος του Δράκου, 
να `ρθει κι ο Τρεμαντάχειλος, που τρέμει η γη κι ο κόσμος.
Κι επήγαν και τον ήβρανε στον κάμπο ξαπλωμένο.
Βογκάει, τρέμουν τα βουνά, βογκάει, τρέμουν οι κάμποι.

“Σαν τι να σ’ ήβρε Διγενή και θέλεις να πεθάνεις;”
“Φίλοι, καλώς ορίσατε, φίλοι κι αγαπημένοι, 
συχάσατε, καθίσατε κι εγώ σας αφηγιέμαι.

Της Αραβίνας τα βουνά, της Σύρας τα λαγκάδια, 
που εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν, 
παρά πενήντα κι εκατό και πάλε φόβον έχουν
κι εγώ μονάχος πέρασα, πεζός κι αρματωμένος, 
με τετραπίθαμο σπαθί, με τρεις οργιές κοντάρι.
Βουνά και κάμπους έδειρα, βουνά και καταράχια, 
νυχτιές χωρίς αστροφεγγιά, νυχτιές χωρίς φεγγάρι.

Και τόσα χρόνια που `ζησα `δώ στον απάνω κόσμο, 
κανέναν δε φοβήθηκα από τους αντρειωμένους.
Τώρα είδα έναν ξιπόλητο και λαμπροφορεμένο, 
που `χει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια, 
με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του.”

Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.

 

Της Αγιάς Σοφιάς

 

Σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια

Σημαίνει κι η Αγια-Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,

Με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες.

Κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.

Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο Πατριάρχης

κι απ’ την πολλή την ψαλμουδιάν εσειόταν οι κολόνες.

Να μπούνε στο χερουβικό και να βγει ο βασιλέας

Φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ΄αρχαγγέλου στόμα:

«Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τ’ άγια,

παπάδες πάρτε τα ιερά κι εσείς κεριά σβηστείτε,

γιατί ‘ναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.

Μον’ στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να ‘ρθουν τρία καράβια 

Το’ να να πάρει  το σταυρό και τ’ άλλο το  Βαγγέλιο

Το τρίτο, το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,

μη  μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν»

Η Δέσποινα ταράχτηκε, κι εδάκρυσαν οι εικόνες.

«Σώπασε, κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις, 

// (κι εσείς ’κόνες μην κλαίτε)

Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά σας θα ‘ναι.

                           // (πάλι δικά μας θα’ ναι)

Πραγματολογικά στοιχεία:

1.Το πιο πάνω τραγούδι, στη μορφή που το διαβάζομε, δε θα το βρούμε αυτούσιο σε καμιά άλλη συλλογή δημοτικών τραγουδιών, πάρεξ αυτής του Νικ. Πολίτη, ο οποίος κατάφερε μέσα από διάφορες και ποικίλες παραλλαγές να ανασυνθέσει την αρχική μορφή του,  όπως εκείνος πίστευε, ένα εγχείρημα με πολλές επιτυχίες αλλά και προβλήματα,  όπως θα ιδούμε στη συνέχεια.

  1. Μέγα μοναστήρι. Το τραγούδι σώζει τη μνεία από τη μοναστική ζωή που ίσχυε στο Βυζάντιο.
  2. Εξήντα δυο παπάδες. «Ο αριθμός των 62 παπάδων δεν φαίνεται ανακριβής. Αληθώς ενίοτε η Αγία Σοφία είχε περί τους εξήκοντα πρεσβυτέρους (το ολικόν πλήθος των κληρικών και υπηρετών της εκκλησίας ήτο υπερδιπλάσιον), ο αριθμός όμως των διακόνων ήτο ανώτερος του των πρεσβυτέρων».( Νικ. Πολίτης).
  3. «Να μπούνε στο χερουβικό και να ’βγει  ο βασιλέας»  κλπ. Με το τέλος του χερουβικού ύμνου γίνεται η Μεγάλη Είσοδος κατά την οποία η Θεία Ευχαριστία από την Προσκομιδή  μεταφέρεται στην Αγία Τράπεζα και οι χοροί ψάλλουν «ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι». Είναι η πιο επίσημη στιγμή της λειτουργίας. Η λειτουργία έμεινε ημιτελής για να δημιουργηθούν οι θρύλοι  του παπά με το δισκοπότηρο που χάθηκε και του μαρμαρωμένου βασιλιά!
  4. Σκυλιά. Υπονοούνται οι Τούρκοι. Ο θρησκευτικός φανατισμός, που, σήμερα τουλάχιστον, δημιουργεί απέχθεια (παράβαλε και το γκιαβούρ των μουσουλμάνων), είχε και τα καλά του. Αυτή η απέχθεια απέναντι στον ετερόδοξο, μας κράτησε όρθιους να μην αρνηθούμε τα πάτρια στο μακρό διάστημα της δουλείας.
  5. Μαγαρίζω. Καθιστώ κάτι βρόμικο. Το βρομίζω.
  6. Δεν είναι άσχετοι οι χρησμοί  του  τραγουδιού από τη χρησμολογία των  πολυθεϊστών Ελλήνων.